Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, κάθισε φαρδύς-πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ωμορφοκαμωμένη φωτιά, που έκαιε σα φούρνος, κι' έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογιασμένα.

Ο ήλιος έκαιε, εσήμαινεν η εκκλησία, οι χωρικοί φορεμένοι τα καλά των επήγαιναν να λειτουργηθούν, και πηγαίνοντες έβλεπαν τον μικρόν Κλώσον να οργώνη με τα πέντε άλογα. Εκείνος δε ήτο καταχαρούμενος, και ωδηγούσε τα άλογα και εφώναζε: «Εμπρός και τα πέντε μου!» — Τι φωνάζεις και τα πέντε μου; του έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος. Το έν μόνον είναι ιδικόν σου.

Αλλ' έπραξε και κάτι τι γελοιωδέστατον ο Αλέξανδρος. Ευρών τας «Κυρίας Σκέψεις» του Επικούρου, το κάλλιστον, ως γνωρίζεις βιβλίον, το οποίον περιέχει την συγκεφαλαίωσιν της σοφίας του φιλοσόφου εκείνου, τας έφερεν εις το μέσον της αγοράς και τας έκαυσεν επί ξύλων συκής, ως τάχα να έκαιε εκείνον, την δε στάκτην έρριψεν εις την θάλασσαν, συνοδεύσας την πράξιν ταύτην με ένα χρησμόν•

Η γερόντισσα είχε βαφτίσει και άλλα βοσκόπουλα εις την ζωήν της. Απεκρίθη πάραυταΑπεταξάμενος. — «Και εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ». Η ανάδοχος έκαμε φφ! πφ! Ο ιερεύς της είπε να στραφή προς τα εικονίσματα, όπου έκαιε κανδήλα με μεγάλην φλόγα της θρυαλλίδος. — «Συντάσσει τω Χριστώ;,» . . . «Και πιστεύεις αυτώ;». Είπεν ολίγα λόγια από το «Πιστεύω», άλλα πλειότερα ο υιός της, όσα ήξευραν.

Είχεν άλλον τόσον δρόμον να βαδίση, μίαν ώραν περίπου, επίπεδον και κατήφορον πλαγινόν. Ο Ήλιος εψήλωνεν, έκαιε τα νώτα του αναβάτου, και ήτο ήδη ενδεκάτη και ημίσεια, όταν έφθασεν εις το κτήμα του ο καπετάν Γεωργάκης.

Πιο σιγά ακολούθησαν οι άλλοι, σέρνοντας το τεντωμένο αλλά ακέραιο δίκτυ με τα 153 ψάρια. Μια φωτιά έκαιε στην παραλία, λίγο ψωμί υπήρχε κοντά της και μερικά ψάρια ψηνόντουσαν στα πυρωμένα κάρβουνα. Ήταν μια σκηνή που ακόμα μπορεί να δει κανείς στις ακρογιαλιές της Γαλιλαίας. Και Αυτός που στεκόταν δίπλα της τους διέταξε να φέρουν και άλλα ψάρια από αυτά που είχαν πιάσει.

Ένα δυο σπίτια ξύλινα, σαν κυψέλες γεμάτες ανθρώπους, ήταν κολλημένα στον τοίχο. Κι από την τελευταία πόρτα, προτού φτάσω στη θάλασσα, μπήκα πάλι στην Πόλη. Πέρασα το Γαλατά, τη Βλαχέρνα, το Φανάρι, σ' έναν ατέλειωτο δρόμο, και τα πόδια μου πονούσαν. Το σώμα μου έκαιε και αγέρας δε φυσούσε.

Ο Ήλιος έκαιε και εταχύνομεν το βήμα προς τας λευκάς του χωρίου οικίας. Αίφνης, εις τα πρόθυρα αυτού, ηκούσαμεν οιμωγάς και κραυγάς γυναικείας. Εστάθημεν και οι τρεις και είδομεν ο είς τον άλλον. Μη ήσαν Τούρκοι εις το χωρίον ; Αύτη ήτο η πρώτη μου σκέψις. Ετείναμεν τα ώτα. Αι κραυγαί εξηκολούθουν. Ήσαν βεβαίως γυναικεία μοιρολόγια.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν