United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό,τι όμως ενθυμούμαι καθαρώτατα είναι η εικών της Λιγείας μου· ήτο υψηλή το ανάστημα και λεπτοφυής, κατά δε τας τελευταίας ημέρας του βίου της είχε καταστή κάτισχνος, το βάδισμά της ήτον ήρεμον και μεγαλοπρεπές και περιεπάτει ελαφρά, ως σκιά, οσάκις δε εισήρχετο εντός του σπουδαστηρίου μου την ηννόουν μόνον εκ της επιθέσεως της χιονώδους χειρός της επί του ώμου μου.

Μανώλη, του είπε μίαν εσπέραν με ήρεμον αυστηρότητα. Ο καιρός απού θαρραβωνιαστής την Πηγή εσίμωσε, μόνο πρέπει να συμμαζωχτής. Όλοι οι ντεληκανίδες κάνουνε κουζουλάδες, μα εσύ το παράκαμες. Άλλη βολά δε θέλω να μιλήσης τση Ζερβουδοπούλας, γιατί θα γεννούμ' από δυο χωριά. Ο Μανώλης τον ητένισε με αυθάδη αταραξίαν. — Άδικα τα χάνεις τα λόγια σου, είπε.

Τι καλός, τι αγαπητός μην αυτός ο Απρίλης! ποτέ δεν σκυθρωπάζει το ήρεμον πρόσωπόν του. . . Και με την ιδέαν αυτήν ελησμόνουν παντελώς τον Μάρτην, ως οι ναύται τον Άι- Νικόλα μετά την θύελλαν, καί τινες μάλιστα ωμίλουν περί αυτού περιφρονητικώς.

Και ο περιηγητής όστις ηκολούθησεν όπως εγώ, μερικά εξ εκείνων των παιδίων εις τας απλοϊκάς οικίας των και είδε την πενιχράν επίπλωσιν, την λιτήν αλλ' υγιεινήν τροφήν, την ήρεμον και πατριαρχικήν ζωήν, δύναται ν' αναπαραστήση ζωηρώς κατά νουν τον τρόπον καθ' ον έζη ο Ιησούς.

Είνε ωραία θερινή εσπέρα, και το ήρεμον λυκόφως της επερχομένης νυκτός περιστέλλει ανεπαισθήτως τον ορίζοντα και θάπτει κατά μικρόν υπό τας αμφιβόλους και πυκνουμένας σκιάς του δάση και βράχους και κοιλάδας.

Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη σύζυγος. Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και ατάραχον.

Ο Δημήτρης, καταβεβλημένος εκ του κόπου και του ψύχους, ήρχισε να ροφά μετά μεγάλης ευχαριστήσεως τον θερμόν και χιονώδη αφρόν του γάλακτος. Ολίγον κατ' ολίγον αισθανόμενος την ήρεμον και γλυκείαν περί αυτόν φύσιν, την χαράν και την αγάπην με την οποίαν τον υπεδέχθησαν οι βλάχοι, ήρχισε κάπως ν' ανακουφίζηται.