Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Έπειτα έγειρε κ' έπεσε κατά γης μ' ένα βροντομάχημα, σα να γκρεμίστηκε βουνό. Την ίδια στιγμή είδα την κυρά Πανώρια, άσπρη σαν το χαρτί. Είπα πως θα πάη κι εκείνη με το γέρο πλάτανο. Μα βάσταξε. — Καταραμένε! φώναξε μ' όλη της την ψυχή στο γιο της· εσύ δεν είσαι άνθρωπος· είσαι θεριό!
— Ποιος; ερώτησε ο Αριστόδημος από τη θέση του. — Άνοιξε! — Τι θες; — Άνοιξε σ' λέω· επρόσταξε η φωνή λαχανιάζοντας. Η μάννα σου.. . η κυρά Πανώρια... — Πέθανε. — Πέθανε! Ο Αριστόδημος έμεινε ξυλιασμένος στο στρώμα του. Πέθανε! αλήθεια; Και γιατί; Άξαφνα πήδησε ορθός, έτρεξε μισόγυμνος στην πόρτα. Ένα χωριατόπουλο φάνηκε στο κατώφλι, βγάζοντας αχνούς από το στόμα του.
Η κυρά Πανώρια σηκώθηκε να φύγη. — Στάσου, μητέρα· γιατί φεύγεις; τη ρώτησε ανήσυχος. — Τι να κάμω, παιδί μου· αποκρίθηκε μελαγχολικά εκείνη. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για τη δουλειά μας και συ μου λες για βιβλία. Δε σε μέλλει, λες, για τα χωράφια. Καλά το λοιπόν ας τα χέρσα! Μη θαν τα πάρω μαζί μου; δικά σας είνε.
Τότες τον δένουν στο καρφί τρεις γύρους, και κατόπι δένουν αράδα το λουρί και του λυγούν την άκρη. Τέλος την πλούσια ξαγορά σα φέρανε από μέσα 275 κι' απάνου εκεί την έβαλαν στο πλανισμένο αμάξι, του ζέβουν τα χοντρόνυχα βασταγερά μουλάρια, πανώρια δώρα, απ' τους Μυσούς στο γέρο χαρισμένα. Κι' άτια του γέρου τούζεψαν, π' ανάθρεφε δικά του ταΐζοντάς τα από παχνί καλόξυστο στο στάβλο. 280
Η μάννα του κι ο αδερφός του τώλεγαν «μη!». Η κυρά Πανώρια τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. — Τι σου κάνει; τώλεγε· τι σου κάνει; λυπήσου τον. — Όχι! εκείνος· ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβει στις ρίζες του. Όχι τον πλάτανο μα και το σπίτι αν χρειαστή θα το γκρεμίσω κι εκείνο· έλεγε. — Ας τονε, μωρέ παιδί μου, νάχης την ευκή του Θεού· παρακαλούσε η γριά.
Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγώνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια. Άραγες θαποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε σταλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρειά της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.
Μα εκεί που τα μαστόρεβε με τη σοφή του τέχνη, 380 να την, προβάλλει η θέϊσσα η Θέτη ομπρός στον πύργο, κι' άμα την είδε, πρόστρεξε η λαμπροσκούφω η Χάρη πανώρια, πούχε ο ξακουστός πρωτοτεχνίτης τέρι, και πάει την πιάνει απ' το δεξύ και της λαλεί διο λόγια «Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας, 385 θεά μου σεβαστή; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι. Μον έλα μέσα, κόπιασε να σε φιλέψω κάτι.»
Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.
Κ' οι αυλές και τ' απομέσα καταστόλιστα όλα μ' αγάλματα διαλεγμένα από της πιο περίφημες Ελληνικές και Μικρασιατικές Πολιτείες, όσα δεν είχαν οι παλαιικώτεροι Ρωμαίοι μεταφερμένα στη Ρώμη. Εκεί έφερε ο Κωσταντίνος την πανώρια την Αθηνά της Λίντος, την Αμφιτρίτη της Ρόδος, τον Πάνα πούστησαν οι Αθηναίοι ύστερ' από τον ξολοθρεμό του Ξέρξη, και το Δία της Δωδώνης.
Όμως κοντάρι ακόμα εσύ μην πιάσεις, πριν γυρίσω κι' εδώ με δουν τα μάτια σου· τι μόλις φέξει ο ήλιος, 135 πρωΐ πρωΐ στον Έλυμπο θα σύρω να σου φέρω αρματωσά απ' τον Ήφαιστο πανώρια δουλεμένη.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν