United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπαψε, με το πρόσωπο γερμένο πάνω στο ακορντεόν και το βλέμμα σοβαρό από την ανάμνηση. «Πες τα μου όλα. Μπορείς να τα πεις σ’ εμένα, Τσουαναντό. Είμαι κι εγώ της οικογένειας σχεδόν.» «Ναι, θα σας τα πω. Λοιπόν, η Γκριζέντα ήταν άρρωστη, έλιωνε σαν το κερί. Τη νύχτα είχε πυρετό. Σηκωνόταν σαν τρελή και έλεγε: θέλω να πάω στο Νούορο. Όταν όμως ήταν ν’ ανοίξει την πόρτα, δεν μπορούσε.

Η προκομένη μου κάθεται στην κάμαρά της και κλαίει και κάνει την άρρωστη. Δε μου λες επί τέλους, γιατρέ, τι έχει αυτό το παιδί; ΜΙΣΤΡΑΣΣου είπα, φίλε μου. Δε θέλεις να μ' ακούσης. Ε; τι θέλεις να σου κάνω, μάτια μου; ΦΛΕΡΗΣΆφισε τις αννοησίες, γιατρέ μου, αν αγαπάς το Θεό! ΜΙΣΤΡΑΣΣου μιλώ σοβαρά. Η Δώρα είναι ερωτευμένη, μα το καλό που σου θέλω. ΦΛΕΡΗΣΑυτό μας έλειπε.

ΙΑΤΡΟΣ Δεν είναι τόσον άρρωστη, αλλ' είναι ταραγμένη απ' τα πυκνά φαντάσματα που της χαλνούν τον ύπνον. ΜΑΚΒΕΘ Θεράπευσέ την απ' αυτό.

. . . Όχι, μη λες «είν' απάνω η μάνα» . . . μόνο να πης· «Αμέρσα, πώς είνε η μάνα, είνε καλλίτερα; έχει σηκωθή; . . . Στο στρώμα είν' ακόμαΓια να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο σπίτι, και πως είμαι άρρωστη . . . Για να μην υποπτευθούν τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά! . . . Τρέξε, γλήγορα! Είτα προσέθηκε·Έχετε γεια . . . και καλή αντάμωση! . . .

Χτικιό που του τούδωκα 'γώ, ψιθύρισε με στεναγμό η άρρωστη. Κ' εγώ ζω ακόμη! Εκύταξε πάλι προς το σπίτι μας κείπε: — Ω, ας τόνε θώρουνα! Την άλλη μέρα το απόγεμα ο Δρακογιώργης έσκαβε σένα του λιόφυτο πάνω στην Καβαλαρά. Σε μια διακοπή της δουλειάς του, το βλέμμα του έπεσε χαμηλότερα στου Δερβίση τα Χαράκια, το μεγάλο βράχο, οπού διάβασα στο Βαγγελιό τα γράμματα προ καιρού.

Μάκι καλλίτερά 'μαι, είπε η άρρωστη με φωνή άτονη και λίγο βραχνή. — Καλά μου τώπε τόνειρό μου! — Κείντα όνειρο 'δες, μα; — Προθές τη νύχτα σε 'δα στον ύπνο μου κιεφόριες κατακόκκινα. Ήσουνε πολλά ώμορφη, σαν τσοι καλλίτερους καιρούς, πούχες την υγειά σου. Σε θώρουνα σένα ψηλό χαράκι. Με ξάνοιγες και μούκανες νοήματα πως είσ' ευχαριστημένη. Φαινόσουνε πολλά χαρούμενη.

Αλλ' εκείνος εν ανάγκη είξευρε ν' απαντά και μόνος εις τας ιδίας αυτού ερωτήσεις, και τούτο πάλιν ήτο άλλη τέχνη, ης ουδέ την ύπαρξιν τέως υπώπτευον. Ιδών λοιπόν ότι δεν απήντων είπε·Πολλαί ημέραι είνε, διότι αυτή η μικρά φαίνεται να ήτον βαρειά άρρωστη, και τώρα είνε εις ανάρρωσιν. Εγώ ουδέν είπον. Αλλ' ο ξένος μοι απηύθυνε και δευτέρα ερώτησιν·

Και αυτή τι την έχεις; επανέλαβεν η γυνή δεικνύουσα την Αϊμάν. — Είνε κόρη μου. — Σαν άρρωστη μου φαίνεται, είπεν η φιλοπράγμων γυνή. Ο Πρωτόγυφτος εμυρμύρισε·Πάμε, Αϊμά. Και λαβών εκ της χειρός την νέαν προυχώρησεν, όπως αποφύγη τας φορτικάς ερωτήσεις της γυναικός εκείνης. Αύτη ηκολούθησεν αυτούς, ανυπόδητος και με την ηλακάτην όπως ήτο, βαδίζουσα τριάκοντα βήματα όπισθεν αυτών.

Η γιαγιά μας κύτταζε με τα μάτια ανοικτά, χωρίς να μας μιλή. Η ματιά της όμως ήτανε παράξενη και μας έκανε φόβο. Ά! χωρίς άλλο, κάτι θάπαθε το βασιλόπουλο και δεν ήθελε η γιαγιά να μας το πη... — Πες το, γιαγιά, πες μας το. Πέθανε το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Η γιαγιά δεν εμίλησε καθόλου εκείνη τη βραδειά. Ήτανε βαριά άρρωστη. Ήλθαν και την πήραν στο κρεββάτι της.

Μα αλήθεια ήτον πως τουρχόταν έτσι να κουνηθή, να τρέξη, και δεν τονέ βαστούσε πια στα καπούλια του Κωλοσούρτη να κάνη χάζι τα σκέρτσα του Έμπαινε στο σπίτι σαν ανεμοστρόβιλος !. . βροντούσε τις πόρτες και τις καρέκλες . . γελούσε με το καθετί και με την άρρωστη ακόμα τη Βεργινία. Σα λεμόνι μου είσαι πάλι σήμερα Βεργινίτσα μου ! θα σε στίψω να σε κάνω λεμονάδα Και σε λίγο πάλι έλεγε: Μπα δεν έχεις τίποτις ! Απ’ την ημέρα που μπήκε η Λιόλια στο σπίτι είσαι πολύ καλύτερα.