United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες ακούσθη κ' η βροντή απ' την Αγία Λαύρα, Κ' εφάνηκαν μέσ' 'ςτά βουνά σύγνεφα 'λίγα μαύρα, Κι' απώνα βουνόάλλο Πετούν, πυκνώνουν, γίνονται ένα βαρύ, μεγάλο, Που απ' άκρηάκρη τη βαθειά τη φοβερή μαυρίλα Απλώνειτην Ελληνική τη χώρα. Ανατριχίλα! Επανεστάτησε ο Γκιαούρ!

Για σένα δεν εγράφτηκε, κυρά, στην αγκαλιά σου να ιδής παιδί, ούτε ποτέ στο στήθος σου να γύρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! θα πεθάνω, αλλοίμονο! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! ΚΡΕΟΥΣΑ Φιλενάδες! Τι συφορές που η δύστυχη επήρα στη ζωή μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Παιδί μου, εχαθήκαμε! ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοί! αλλοίμονο μου! Ποιά λύπη τώρα φοβερή τρυπάει τα σωθικά μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι ακόμα στεναγμός, — ΚΡΕΟΥΣΑ Μα η συφορά έχει φθάση.

Ίσως τέλος μήτε γνώση δεν έβαλε ο Ιουστινιανός ύστερ' από τη φοβερή εκείνη διαμαρτύρηση του βασανισμένου λαού του, αφού και τον Καππαδόκη τον ξανάφερε στα πράματα, και τον Τριβωνιανό, τέλος και την πολιτική του δεν την άλλαξε.

Η φοβερή αγωνία αρχίζει να περνά κ' η γυναίκα μου αιστάνεται τον εαυτό της καλήτερα μέρα με την ημέρα. Έπειτα από τη σκοτεινιά του χειμώνα θα μακρύνουν οι μέρες κ' οι ώρες θα γίνουνε φωτεινότερες. 8 του Δεκέμβρη Είναι καιρός που δεν άγγιξα το ημερολόγιό μου. Μα ο λόγος είναι πως εργαζόμουνα. Έγραψα ένα θεατρικό έργο.

Των άλλω δωματίων οι κατάδικοι, λαφιασμένοι από του Βλαχογιώργου την απάντεχη ανακάλυψη, προφωνημένοι και αφτοί στη φοβερή απόφαση, άγριοι και αλλαξοπρόσωποι και τρομεροί, έκοψαν τον περίπατο. Εστάθηκαν ξέμακρα από το Τρία , στην πόρτα του αγνάντια απλωμένοι, κ' επρόσμεναν το φοβερό το σύνθημα.

Τιμή του επίσης του Ιοβιανού που δεν αφήκε μήτε να κακομεταχειριστούνε τους Εθνικούς, παρά μόνο τις μαγείες και τις μαγγανείες κατάτρεξε. Μεγάλη και φοβερή είταν η δύναμη της μαγείας τους καιρούς εκείνους. Το φαρμάκι της κρυφοπερεχούσε τον κόσμο, και την τρέμανε μικροί μεγάλοι σαν την πανούκλα.

Ναποθάνη και να νομίζη πως δεν την αγαπώ, πως τη σιχάθηκα και τη μίσησα ίσως; Δε θα τονε προτιμότερο ναποθάνω κεγώ μαζή της; Ναποθάνη και να μη τη ξαναϊδώ σ' αυτόν τον κόσμο!... Μα ήτο τόσο βέβαιον, ήτο άφευκτο ναποθάνη; Η φοβερή ιδέα που σχημάτιζα περί του ανίκητου θανάτου αύξαινε τον πόνο που μαζευόταν στην καρδιά μου κιαναδημιουργούσε την αγάπη μου, μια νέα αγάπη προς τη ψυχή από τη ψυχή.

Δύο δύο πάντα στη γραμμή, ετρύπωναν μες το δωμάτιό τους, διαβαίνοντας κάτω από τ' αστραφτερό λεπίδι, πουτόπαιζε ρομφαία φοβερή απάνωθέ τους ο Βλαχογιώργος, στεκόμενος, μπόγιας σωστός, στην πόρτα τους απόξω, με τους φαντάρους πλάι του που έτρεξαν και αφτοί στο ξαφνικό του πρόσταγμα.

Ήταν μια γυναίκα μεγαλόκορμη, κατσουφιασμένη και φοβερή. Τα χείλη της σμιχτά και φουσκωτά, μοιάζανε με σάλπιγγα έτοιμη να τρανολαλήση κατορθώματα. Τα ορθάνοιχτα μάτια της προξενούσαν τρομάρα· τα σμιχτά φρύδια της έρριχναν κάποια έγνοια στο αρμονικό σύνολό της. Τα μαλλιά της φουντωτά κ' ελεύθερα είχανε το θράσος και το θυμό πεινασμένων φιδιών.

Γιαννόπουλο τουλάχιστο συζητούσα, φιλονικούσαμε, του έλεγα τους λόγους μου, μιλούσαμε για τα ιστορικά της δημοτικής, όπως ταιριάζει κάθε φορά που κατηγορούνε τη γλώσσα, γιατί παρατήρησα πως το μάθημα το μεγάλο και το μεγάλο το γιατρικό είναι να πιάνουμε να μελετούμε κατάβαθα την ιστορική μας γραμματική, άμα νοιώθουμε και μας κολνάει στο μυαλό η φοβερή μας εκείνη αρρώστια, να λέμε τη γλώσσα μας πρόστυχη κι ανίκανη, αψηφώντας κι αδυναμώνοντας έτσι την ψυχή μας την ίδια.