United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πηγαίνουμε να την παρηγορέσουμε την κακόσυρτη, πουμένε ολομόναχη σαν την καλαμιά μες στο ξεροκάμπι. Συνέσ. Τα ξέρω, τα ξέρω. Μεγάλη και φοβερή συφορά. Τάλλα δυο παιδιά της τα συνόδεψα στο στερνό τους ταξίδι, τον Κωσταντή της δεν πήγε η καρδιά μου να τονέ διαβάσω απατός μου. Κάλλιο, είπα, στης χαροκαμένης που ζη ακόμα, ίσως και της δώσω στάλα παρηγοριά.

Κόψε με, πάρε μετην αγκαλιάΟλόρθο επέταξε τάξιο λεπίδι, Ταγέρι εξέσκισε πέρνει φτερό Άστραψ' εσφύριξε γοργό σα φίδι, Το δέντρο ελύγισετη γη νεκρό. Βαρειά σπαράζει φοβερήτο χέρι του Λαμπέτη Η κάρα τ' Αστραπόγιαννου. Το μάτι ανταριασμένο Του σκοτωμένου τρεις φοραίς αναιβοκατεβαίνει Και βασιλεύει σκοτεινό. 'Σ το μέτωπό του η νύχτα Ξαπλώθηκε αξημέρωτη.

Πάμπολλων ανθρώπων περιουσίες δημεύτηκαν, κ' έμειναν τα γυναικόπαιδά τους στους δρόμους. Κ' οι αξιωματικοί όμως αυτοί ακόμα, όσο σκληρά κι α φερθήκανε, δεν αποκοτούσανε, λέει, να εφαρμόσουν κάθε μέτρο της Βασιλικής προσταγής, παρά τους σπλαχνιούνταν κι αυτοί τους πολίτες. Είχαν κατέβει και κοπάδια Καλόγεροι κ' Ερημίτες, παρακαλώντας κι αυτοί να πάψη τέτοια φοβερή αδικία.

Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270 «κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης, 'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμάτο μαύρο πλοίο• εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».

Και όταν τότε ξαναφάνηκε το φεγγάρι και στεκότανε πάνω από το μαύρο σύννεφο και κυλούσε μπρος μου το κύμα με μια φοβερή λαμπρή αντανάκλαση και αντηχούσε· τότε με κατέλαβε φρίκη και πάλι πόθος! Αχ! με ανοικτά τα χέρια στεκόμουνα μπρος στην άβυσσο και η πνοή μου ερχότανε κάτω, κάτω! Τι ηδονή! εκεί κάτω τα βάσανά μου, τα πάθη μου να τα γκρεμίσω! εκεί κάτω να κυλιέμαι με βογγητό σαν τα κύμματα!

Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες. Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφος μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.

Και φοβερή μα την αλήθεια τιμωρία τούδωσε στα 552, όταν κατατσάκισε το στρατό του σε μεγάλη μάχη που σκοτώθηκε ο Τωτίλας, κ' έστειλε τότες ο Ναρσής τα ματωμένα φορέματά του στην Πόλη τρόπαιο. Πήρε κατόπι τη Ρώμη, έδιωξε τους Φράγκους και τους Αλαμανούς που κατεβήκανε να τον πολεμήσουν, και μ' ένα λόγο την έκαμε δική του όλη την Ιταλία. Δεκαπέντε χρόνια έμεινε κυβερνήτης της Ιταλίας ο Ναρσής.

ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Και μολαταύτα εγώ γλύτωσα. . . Ά! να είσαστε κει πέρα, τη φοβερή εκείνη στιγμή, θα νομίζατε πως όλες οι τρύπες της κόλασης ανοίξανε για να θάψουνε τον κόσμο κάτου από τη φλόγα, πως μας πέσανε κατακέφαλα χίλιες χιλιάδες κεραυνοί, πως μαζευτήκανε γύρο μας όλα τα δαιμονικά και τραβούσανε τις στέγες, και ξεκαρφώνανε τα σίδερα, και λύνανε τους αρμούς από τις μηχανές, πως όλ' οι αγέρηδες τρέξανε κει με τα πιο στριγγά σφυρίγματα τους, πως τα κοράκια όλου του κόσμου μαυρίσανε για μια στιγμή τον ουρανό κρώζοντας θανατερά. . . Πάει το μηχανοστάσιο κ.

Κάθουνταν ολονυχτίς και συζητούσε δευτερεύοντα θεολογικά ζητήματα με κληρικούς και με δασκάλους, και μήτε πια την αγαπημένη του Δύση δε συλλογιούνταν, καθώς τα πρώτα χρόνια, τα χρόνια που δούλευαν κι ο νους του κι ο στρατός του για τη μεγάλη του την ιδέα. ΕΧΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η Στάση του Νίκα Το δράμα του Νίκα πρέπει να ονομαστή κίνημα εθνικό. Είτανε φοβερή φωνή και φοβερώτερη οργή του λαού.

Ο Αλαμάνος έτρεξε στο παράθυρο και τ' άνοιξε με μια γροθιά. Χύθηκε μέσα το γλυκοχάραμα· ένα γλυκοχάραμα κόκκινο σαν πυρκαγιά. Όλοι πισωπάτησαν αχνοί. Ο Αρχαιολόγος κοίτονταν κατάχαμα και μόλις ανάσαινε. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ' αφτιά του και κοκκίνιζε τις σανίδες· στο μέτωπό του έχασκε φοβερή πληγή. Απάνω στο δεξί του μπράτσο σα σε προσκέφαλο αναπαυόταν άκορμο το κεφάλι της Δόξας.