Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Την επεριποιήθηκα πολύ, η ομιλία μου εστράφηκε περισσότερο προς αυτήν, και λιγώτερο από μισή ώρα εξεδιάλυνα ό,τι η δεσποινίς αυτή κατόπιν μου ωμολόγησεν, ότι η αγαπητή θεία εις τα γηρατειά της στερείται των πάντων, δεν έχει επαρκή περιουσίαν, ούτε πνεύμα, ούτε στήριγμα, παρά την σειράν των προγόνων της, καμμίαν σκέπην παρά την κοινωνικήν τάξιν, όπισθεν της οποίας ωχυρώθη, και καμμίαν διασκέδασιν, παρά από το σπήτι της να κυττάζη κάτω τους πολίτας με περιφρόνησιν.
Ερχόμενοι δε προς αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του έδειξαν διάφορα διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα εστοχάσθη με πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά τους, και επάνω εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή ένα καρβούνι πολλά θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το οποίον παίρνοντάς το εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη και να του επαινή την ευμορφάδα.
Προς τι; Ήτο προφανές του λοιπού ότι έπλεον «εις τα πέρα βουνά». Ο Μαθιός εκάθισε δειλώς όχι πολύ πλησίον αυτής, από την άλλην πλευράν της πρύμνης, και έβλεπε την θάλασσαν, διά να μη κυττάζη παραπολύ την συνταξειδιώτιν του, και την φέρη εις αμηχανίαν.
Ενίοτε εκλαυθμήριζε. «Κοι, κοι, κοι!» επρόφερεν η γραία, η προμήτωρ, ήτις είχε κλείσει το έν όμμα, και με το άλλο, εις το ασθενές φως του κανδηλίου και εις την διαλείπουσαν της εστίας αναλαμπήν, δεν έπαυσε να κυττάζη την Φραγκογιαννού.
Ακουμπημένος ελαφρά σε λιγερόκορμο δέντρο ξέρω που θα κυττάζη και θα χαίρεται αληθευμένες της ζωγραφικές οπτασίες του. Σε τέτοια δόξα γιατί να τον ταράξη ο πόνος μου ; Γιατί να φυσήξη το παράπονό μου στους κήπους των ιδεών σου ; Γιατί να χύσω δάκρυ μέσα στη βρύση της αλήθειας ; Κύριε, ρίξε μου όλες σου της νύχτες στη μνήμη!
Στην αρχή δεν κατάλαβε το θαύμα. Αν εύρισκε τόση γλύκα να το κυττάζη, ήταν, συλλογιζότανε, επειδή τώστελνε ο Τριστάνος. Ήταν δίχως άλλο η θύμησι του φίλου της που κοίμιζε έτσι κάθε λύπη. Αλλά μια μέρα αντελήφθη, ότι ήτανε μαγεία, κι' ότι μοναχά το ντιν-ντιν του κουδουνιού γοήτευε την καρδιά της.
Εκεί οπού εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του και εξετίναζεν ολόβρεκτα τ' άσπρα μαλλιά του, του εφάνη ότι ακούει φωνήν. — Παπά! Να βάλω τραπέζι; Πετιέται αμέσως επάνω με την πολιάν γενειάδα του ως το στήθος, και εφόρεσε τον άσπρον αγιορείτικον σκούφον του, κείμενον εκεί επί του καναπέ, εις την άκρην. Έντρομος δε άρχισε να κυττάζη εδώ κ' εκεί. Ησυχία νεκρική εις όλον το σπίτι.
Εις την οικίαν της Τραχήλαινας της κόρης της, όπου ευρίσκετο μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, δεν έπαυε να κυττάζη ανήσυχος από το παράθυρον. Διεύθυνε το βλέμμα προς την ιδίαν της μικράν οικίαν, ήτις καίτοι μη αντικρύζουσα, αλλά πλαγίως κειμένη, ήτο ορατή, επειδή εξείχε πέραν των ολίγων μεσολαβουσών, δύο ή τρεις πήχες προς τον δρόμον. Η Γιαννού, αν και συχνά εκύτταζε, δεν έβλεπε τίποτε.
Το λογιστήριον εκείνο, φαίνεται, ωμοίαζε κάπως μ' εξομολογητήριον φραγκοκκλησιάς, όπου μία-μία εισερχόμεναι ελαφρύνουσι την συνείδησίν των αι κομψοπρεπείς μετανοούσαι. Αφού δε του είπεν ό,τι είχε να του ειπή ταπεινή τη φωνή, ενώ ο Λάμπρος ο Βατούλας δεν έπαυσε να τους κυττάζη με τον κανθόν του οφθαλμού, επιστρέψας εις την θέσιν του ο Μανώλης, ηθέλησε να κουρδίση ολίγον τους δύο φίλους.
Και μίαν ημέραν που εσεργιάνιζα εις τον αιγιαλόν βλέπω έναν άνθρωπον να με κυττάζη τον οποίον εκύτταξα και εγώ· και αφού τον αθεώρησα καταλεπτώς εγνώρισα που ήτον Αμπίπτης, ο κόνσουλας του πατρός μου από το Σερενδίβ, και ύστερον που αγγαλιασθήκαμεν πολλές φορές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν