Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Ας είναι, απεκρίθη ο Αμπτούλ, οπόταν σωθή αυτός, θέλω προστρέξει εις εκείνον που τώρα θέλω σου δείξει· και έτσι τον έκαμε να περάση εις μίαν άλλην σάλαν πλέον φωτεινωτέραν, εις την οποίαν ήτον πολλότατες μαξιλάρες από χρυσά μεταξωτά, κεντημένες με πλήθος μαργαριτάρια, και διαμάντια· εφαίνονταν ομοίως εις την μέσην άλλη μία λεκάνη, όχι τόσον μεγάλη ωσάν την άλλην, μα μικρότερη, αλλά εις την τιμήν πολλά πλουσιώτερη, η οποία ήτον γεμάτη από ρουμπίνια, διαμάντια, σμαράγδια, και κάθε λογής πέτρες πολύτιμες.
Ήταν αυτά ένας βασιλέας και μία βασίλισσα, οποίοι εφορούσαν εις τας κεφάλας κορώνες από διαμάντια· και εφαίνονταν πως ήτον ωσάν αποκοιμισμένοι, εις των οποίων τους πόδας εκρέμονταν μια ταύλα από έβενον με γράμματα χρυσά, που έλεγαν ούτως·
Θαυμασμός μεγαλύτερος ποτέ δεν εστάθη παρόμοιος ωσάν εκείνον, που ο Καλίφης έδειξε τότε· μετά βίας ημπορούσε να πιστεύση αυτός ότι ήτον έξυπνος· εκείνη η νέα λεκάνη εφαίνονταν ένα τέρας και δεν ημπορούσεν από αυτήν να σηκώση τους οφθαλμούς του. Τότε ο Αμπτούλ τον έκαμε να ιδή επάνω εις δύο θρόνους αργυρούς δύο σώματα νεκρά, και του είπε, πως αυτοί είναι οι πρώτοι εξουσιασταί του θησαυρού.
Από τα επτά παιδιά που είχα φέρη στην Αθήνα δεν μου απόμενε παρά μια κόρη, και ούτ' εκείνη εφαίνονταν ευχαριστημένη. Επροσπαθούσε για το χατήρι μας να περιποιηθή τον αρραβωνιαστικό της και δεν κατώρθωνε να κρύψη τη στενοχώρια της. Ενα πρωί μ' επήρεν εκείνος κατά μέρος να μ' αρωτήση τι προίκα ελογάριαζα να του δώσω.
Η Καλεκάρη, που εκάθονταν απέναντί μου εις το τραπέζι, με εκύτταζε συνεχώς χαμογελώντας, και εφαίνονταν να εσυμπαθούσεν εκείνην την αυθάδειαν που της έδειξα εις τον κήπο. Εγώ από το μέρος μου κάθε ολίγον έρριχνα τους οφθαλμούς μου επάνω της, μα τους εχαμήλωνα οπόταν έβλεπα που αυτή με εκύτταζεν.
Ο αυθέντης των λουτρών, ο οποίος ήτον έως χρονών πενήντα, εφαίνονταν ένας μεγαλοπρεπής άνδρας· αυτός έστεκε με μεγάλην επιμέλειαν, διά να κάμη τους νέους να δουλεύουν με πολλήν προσοχήν τους ανθρώπους, που ελούονταν· οι οποίοι αφού και ελούονταν έβγαιναν και έπιναν διάφορα ποτά, που επιταυτού είχαν ετοιμασμένα· και όλοι εμίσευαν πολλά ευχαριστημένοι.
Τέλος πάντων αυτός έκαμε να με δέσουν, και με έφεραν εις την ρίζαν ενός βουνού, ανάμεσα εις δυο λαγκάδια, και εκεί ήταν διάφορες καλύβες που εχρησίμευαν διά κατοικίες τους. Εγώ εβάλθηκα υποκάτω εις την καλύβα, του αρχηγού τους, η οποία ευρίσκονταν εις την μέσην από τες άλλες, και εφαίνονταν η μεγαλύτερη.
Απέρασαν δύο χρόνοι από εκείνον τον καιρόν, και αποξένωσα από λόγου μου ολίγον την φαντασίαν της μεγαλειότητος που ήμουν, και άρχισα να συνηθίζω ολίγον κατ' ολίγον εις εκείνο που ευρισκόμουν, και μου εφαίνονταν πώς δεν ήμουν άλλη, παρά θυγατέρα ενός ποταπού ανθρώπου, και η ησυχία που εχαιρόμουν με έκανε να λησμονήσω το περασμένον μου μεγαλείον.
Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και επήραν την στράταν της Αιγύπτου.
Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον γραμμένα εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε κάθε βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον χρόνον είχαν πάρει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν