Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Και τελειώνοντας η διορία δεν εστάθη κανείς που να παρουσιασθή έμπροσθέν του· ώστε που εφαίνονταν όλοι πως απερνούσαν συμφώνως με τον βεζύρην. Βλέποντας ο βασιλεύς πως κανείς άνθρωπος δεν επαρουσιάζονταν έμπροσθέν του, έμεινε πολλά θαυμασμένος. Δεν ημπορώ να καταλάβω, εφώναξεν αυτός, ότι εις όλην την Δαμασκόν τοιαύτης λογής μεγάλην, να μην ευρεθή ένας ευχαριστημένος.
Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κεβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.
Ευθύς άφησα εκεί το άλογόν μου, και εκίνησα με προθυμίαν να υπάγω προς αυτήν με όλον που οι ελαφίνες μου εφαίνονταν πως με εμποδούσαν, τραβώντας με με τα δόντια τους από τα φορέματα, και εμποδίζοντάς μου την στράταν.
Εκεινής όμως η αντιπάθεια είχε γίνη τρομάρα. Επέμενε να μας λέγη πως δεν έχουν τα δυο του μάτια, το ίδιο χρώμα· και έχανε την όψιν της σαν άκουε το πάτημά του. Μετά μερικές ημέρες την επεριμέναμεν ένα βράδυ να γυρίση από το εργοστάσιο για να διπνήσουμε• η ώρα όμως επερνούσε και δεν εφαίνονταν.
Και τόσο εφρόντιζε ως που και τα κέρατα άλειφε και το μαλλί τους εχτένιζε. Θα νόμιζε κανένας πως βλέπει κοπάδι αφιερωμένο στον Πάνα. Κ' εκοπίαζε σ' όλα αυτά μαζί του κ' η Χλόη· και λησμονώντας το κοπάδι της τον περισσότερο καιρό έμενε κοντά σ' εκείνα, ως που ενόμιζε ο Δάφνης, ότι εξ αιτίας της του εφαίνονταν όμορφα τα γίδια.
Δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις τον ζωντανόν πόνον που έλαβεν ο βασιλεύς της Κίνας, διά την υστέρησιν της γυναικός του και των παιδιών του, που τόσον αγαπούσεν· αν αυτός έχανε τον πόλεμον, και αν ήθελε πέση εις τα χέρια των εχθρών, δεν του ήθελε είνε τόσον μεγάλη η θλίψις ωσάν εκείνη· μάλιστα από την υπερβολικήν του θλίψιν εκατάκοψε το πρόσωπόν του, και έβαλε χώμα εις το κεφάλι του, και έκαμε τόσα καμώματα παράξενα από την θλίψιν του, που εφαίνονταν ωσάν ένας ξεμυαλισμένος, και όλος περίλυπος εγύρισεν εις την καθέδραν του, και εκεί λέγει του βεζύρη του.
Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.
Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού μου, και του επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα μου. Εφαίνονταν πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με εσυμπαθούσε· και αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε μου ελάφρωνε τους πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε διά τα συμβεβηκότα μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα πονηρίαν.
Αυτοί μας επαράστησαν έμπροσθεν του βασιλέως, ο οποίος είχε τον θρόνον του καμωμένον από τσόφλια στρειδιών και αχιβαδιών, και εφαίνονταν πως ήτον ωσάν μέσα εις ένα σπήλαιον. Αυτός ο βασιλεύς ήτον ένας Αράπης πολλά άσχημος, μέγας ωσάν ένας γίγαντας, και εφαίνετο καθολικά ωσάν ένα δαιμόνιον.
Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν