Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Πολλοί ήσαν οι λαβόντες μέρος εις τους επιταφίους εκείνους αγώνας• αλλά την νίκην διεφιλονείκουν δύο, ο γέρων Διοκλής — ξέρεις ποιόν λέγω, εκείνον τον φιλόνεικον και θυμώδη—και ο Βαγώας ο θεωρούμενος ευνούχος. Κατ' αρχάς επέδειξεν έκαστος την ρητορικήν του δεινότητα και την γνώσιν των φιλοσοφικών δογμάτων, προ πάντων δε των Αριστοτελικών θεωριών• εφαίνοντο δε και οι δύο εξίσου δυνατοί.
Έκτοτε, παιδία μου, επρόσθεσε τεθλιμμένος ο γέρων, ημέραν καλήν δεν είδε πλέον η δυστυχής Ελλάς, συμποτισθείσα και αυτή μετά των φιλτάτων της τέκνων Σωκράτους και Φωκίωνος το κώνειον της κακοδαιμονίας.
Άλλως είξευραν ότι ο ιδιοκτήτης του μικρού σκάφους είχε συνήθειαν να κοιμάται κατ' οίκον, η δε οικία του δεν είχε το πλεονέκτημα να είνε παραθαλασσία. Το κόττερον ήτον «νέο σκαρί», και ο καπετάνιος του ήτον «νειόγαμπρος». Μόνον υπήρχον εντός του πλοίου ο σύντροφός του, γέρων ναυτικός, ο Κώτσος ο Φραγκούλας, όστις είχεν έργον να φυλάττη το πλοίον.
Και τέλος, αυτός ο οποίος εις τον Φαίδρον δεικνύει πώς πρέπει να εργάζεται ο φιλόσοφος, από την Ακαδήμειαν αυτήν εξήλθε δύο φοράς, γέρων πλέον, διά τας Συρακούσας, μακρυνόν τότε ταξίδιον, όπου επήγε να δώση σάρκα εις την πολιτείαν του· και τότε μεν δεν κατώρθωσε να πραγματοποιήση το πολιτικόν του σύστημα, αλλ' οι αιώνες ολίγον κατ' ολίγον πραγματοποιούν και θα πραγματοποιήσουν μίαν προς μίαν τας κοσμοπολιτικάς του ιδέας.
Αν δεν αποκτήσωμεν και ημείς, επρόσθεσεν ο γέρων, τοιούτους εναρέτους, φιλοπάτριδας, και αμνησικάκους άνδρας, θυσιάζοντας προθύμως τα ιδιαίτερα πάθη των εις τον βωμόν της πατρίδος, ας μη ελπίζωμεν, παιδία μου, εθνικήν αναγέννησιν και εθνικήν ευημερίαν
Να σας στείλω τον Κ. Λιάκον. Ο γέρων συνωφρυώθη. — Α! ο Κ. Λιάκος γνωρίζει την υπόθεσιν; Ο δυστυχής καθηγητής ενόησεν ότι έσφαλεν αναμίξας το όνομα του φίλου του εις την διαπραγμάτευσιν. Ητοιμάζετο να είπη τι, και αυτός όμως δεν εγνώριζε τι, αλλ' ο Κ. Μητροφάνης προλαβών τον απήλλαξε της δυσκολίας. — Καλά, είπε. Στείλατέ μου τον Κ. Λιάκον. Και χαιρετήσας εξηκολούθησε τον δρόμον του.
Ο γέρων απήντησε δεικνύων διά της χειρός· — Στον κάβο, εδώ κάτου. Ο αγρότης εστάθη ως να εζήτει λόγους διά να πεισθή αυτός, πείθων και τους άλλους· είτα επανέλαβε με αμυδράν αστραπήν ευθυμίας εις το όμμα· — Και είχατε τίποτε φόρτωμα μες το καΐκι; Ο έμπορος, του οποίου την πληγήν ήνοιγεν η ερώτησις, έσπευσε μετά βαθέος στεναγμού ν' απαντήση·
Τέλος ηκούσθη υπόκωφος φωνή, φαινομένη ως να εξήρχετο εκ πίθου ή εξ αποξηραμμένου φρέατος. — Ποίος είνε πάλι; Δεν σε αφίνουν ποτέ, ποτέ ήσυχον. — Σηκώσου, έκραξεν ο ψευδώνυμος Μάχτος. — Δεν έκλεισα μάτι, είπεν ο γέρων Φούρβης. Ακόμα δεν μ' επήρε ο ύπνος. — Σηκώσου κι' άνοιξε, επανέλαβε η φωνή του κρούοντος την θύραν. — Τι με θέλεις; Ο διάβολος σ' έβαλε, μεσάνυκτα; — Κάμε γρήγορα!
Μα, ειπέ μου, εκείνη μου είπε· διατί έχεις την μορφήν σου έτσι νέαν; επίστευα πως ο προφήτης ήτον ένας σεβάσμιος γέρων.
Φθάνοντας λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα εις τα ποδάρια μου πολλά στρείδια, που μέσα τους έχουν τα μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα εγέμισα πολλές φορές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν