Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
— Και βέβαια, του απεκρίθη ο γεωργός· αλλά πρώτα να φάγωμεν τίποτε. Η γυναίκα τους εδέχθη πολύ καλά, και τους έστρωσε την τράπεζαν, και τους έδωκε ψωμί και τυρί. Ο άνδρας της επεινούσε και έτρωγε με όρεξιν. Αλλά του μικρού Κλώσου ο νους ήτο εις το ψητόν και το ψάρι και το κρασί, τα οποία ήσαν κρυμμένα εις τον φούρνον.
Τώρα θα τον πιάσω με κομμάτι ψημένο τυρί. — Να το χειρόφτι μου. Θα το ρίξω εις τα μούτρα ενός γίγαντος! — Τι έγιναν οι στρατιώται μου;... Α! Πώς επέταξε το πουλάκι! 'Σ το σημάδι, 'ς το σημάδι!... Αι, συ, το σύνθημα! ΕΔΓΑΡ Μαντζουράνα. ΛΗΡ Καλός! Πέρνα! ΓΛΟΣΤ. Την γνωρίζω αυτήν την φωνήν.
Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν, και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί ψημένο, και τα παιδία εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγγρίζουν τ' αυγά των. Τι χαρά! τι αγαλλίασις!
— Και έπειτα, λέγει κάποιος με σκελετώδη φυσιογνωμίαν από το άλλο άκρον της τραπέζης συνεχίζων την ομιλίαν, είχομεν επί τινα καιρόν μεταξύ άλλων παρομοίων παραδειγμάτων και ένα ο οποίος επίστευεν ακραδάντως ότι ήτο τυρί της Κορδούης, και ο οποίος κραδαίνων ένα μαχαίρι εις το χέρι προσεκάλει τους φίλους του να κόψουν ένα κομμάτι καταμεσής του μηρού του.
Χορός με σαράντα δίπλες, με σαράντα κύκλους δηλαδή. Ο σαραντάδιπλος χορός θεωρείται ως ιδανικός χορός, ως χορός, που δε μπορεί να γείνη μεγαλύτερος. Κατά το δημοτικό στίχο : «Γυρεύει από λαγό τυρί κι’ απ’ άγριο γίδι γάλα». Σημαίνει ο στίχος πράγμα πολύ δύσκολο, που μόνο η μεγάλη αγάπη μπορεί να κατορθώση.
Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι, ν' αρμέγης γάλα και μ' αυτό χλωρό τυρί να πήζης μ' εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα. Μένα μου φταίγ' η μάννα μου κ' εγώ μαζί της τάχω, που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα, ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα.
Ο δεκανέας πέταξε την καπότα του στο πλάι της γωνίας, έβγαλε τα τσαρούχια του και ξαπλώθηκε σα σωστός καπετάνιος. — Ε! δε μας δίνεις κάνα ρακάκι, κυρ πάρεδρε είπε. Κόψε μας και λίγο καπνό να φκιάσουμε τσιγάρες. Συ σταυρομάννα, ξέρεις τόρα· αποσταμένος είμαι, κάνα π'λί στη σούβλα, καμιά κλούρα με τυρί και κάν' αυγό στο τηγάνι. Έλα, κυρ πάρεδρε, τι χαμπέρια στο χωριό;
Ψωμί έχομε ολίγο . . . δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί. — Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα κρύβεις; — Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω. — Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις ύψος τους βραχίονας. — Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι; — Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι!
Τσουγγρί , κορφή βράχου, βουνού, δάσους — Τρουκάνια , τα τετράγωνα κουδούνια των προβάτων, χαλαροκούδουνα , τα συνηθισμένα κουδούνια του κοπαδιού που έχουν τους γλυκούς ήχους· μπιμπίνες τα μεγάλα κουδούνια των κριαριών, των γκεσεμιών από τους ήχους των μπιμ-μπιμ· κύπροι και κυπριά τα κουδούνια των γιδιών και τράγων. — Τυροκομώ , φκιάνω τυρί. — Τζαμάρα , μακρυά φλογέρα βραχνή· κατασκευάζεται και από φλοιόν ιτέας.
Η Μαριανθούλα κοιμώνταν βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα μικρόπαιδα και δεν ξυπνούσε εύκολα. — Ξύπνα, Μαριανθούλα μ'! Φώναζε η γριά. Ξύπνα και μας καρτεράει ο παπάς στην εκκλησιά, να μας δώση πασκαλίτσα, και να γυρίσωμε γλήγορα να φάμε γκουλιάστρα, γάλα, αυγά, τυρί, κόττες και τηγανίτες, που φάσκιονε η Κυρά μας η Παναγιά το Παιδάκι της το Χριστό, όταν είταν κι' αυτός μικρός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν