Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Παρεκάλει αδιακόπως τον μάγειρον να τον ρίψη εις τον τέντζερην, αλλ' ο μάγειρος, πειραζόμενος απ' αυτό, δεν τον ήκουεν. Όσον δι' εμέ, δεν βλέπω διατί, μα την αλήθειαν, ένα βραστό κολοκύνθι Ντεζουλιέρ δεν θα ήτο θαυμάσιον φαγητόν; — Με εκπλήττετε, είπα και έρριψα εις τον κ. Μαγιάρ ένα ερωτηματικόν βλέμμα. — Α! Α! Είπεν ούτος. Απλώς αστείο! Ησυχάσατε, κύριε. Ο κύριος αυτός είναι ένα πειραχτήρι.

Τέλος, εάν συνέβαινε δυστύχημά τι, θα εδείκνυε τόσην μετάνοιαν, θα παρεκάλει τόσον πολύ τον Αμνόν τον άκακον . . ώστε ο Αμνός ο εσταυρωμένος θα ηλέει ένα δυστυχή . . . Δεν ήθελε να παραβή τας εντολάς του . . . Τέλος θα προσεπάθει να συμμορφωθή με τας διαταγάς της κυρίας του.

Τοιαύτη δε ήτο η φιλοπατρία και η αυταπάρνησίς του, ώστε ότε ποτέ η σύζυγός του μετά δακρύων παρεκάλει αυτόν, εξερχόμενον εις εκστρατείαν, να προσέχη την ζωήν του, « ω γύναι , είπε προς αυτήν, χρέος των αρχηγών είναι να φροντίζωσι περί της ζωής των άλλων και ουχί περί της ιδικής των. »

Ο νέος έβγαλε το λεπτόν και κοντόν επανωφόρι του και την παρεκάλει να σκεπασθή με αυτό διά να μη κρυώση, διότι, όσον επροχώρει η νυξ, ήρχισε να κατεβαίνη από τα βουνά το απόγειον. Εκείνη ηρνείτο να δεχθή το ένδυμα, λέγουσα ότι ουδόλως ησθάνετο ψύχος· ήτο μάλιστα πολύ ζεστή.

Τότε περιεφρόνησε πλέον τα πάντα και μόνον το πταίσμα του εσυλλογίζετο. «Καλά να πάθω, έλεγεν οδυρόμενος, διότι εγκατέλιπον εις το σκότος της απελπισίας μίαν ψυχήν, η οποία έν μόνον σφάλμα έπραξε, να συμπαθήση εις ένα τέτοιον άνθρωπον. Και παρεκάλει τον Θεόν να μη ζήση πλέον. Υπέμεινεν, εσκέπτετο, τα σκότη της θαλάσσης· υπέμεινε τα σκότη της γης· θα υπέμενε δικαίως και τα αιώνια σκότη του Άδου.

Κατεφίλει κ' έθλιβε το χώμα του τάφου, το έβρεχε με τα δάκρυά του κ' ψιθύριζε κάτι ωσεί το παρεκάλει να δώση και εις αυτόν την ανάπαυσιν την οποίαν έδιδεν εις τον νεκρόν. Μετ' ολίγον τον κατεκυρίευσεν η δίψα και ηγέρθη διά να ζητήση νερό. Ήτο τόσον εξησθενημένος ώστε δεν ηδύνατο να σταθή εις τους πόδας του.

Ο Θευδάς έτρεχε κατόπιν του πνευστιών και τον παρεκάλει να μη βαδίζη τόσον δρομαίως. Αλλ' ο Μάχτος δεν τον ήκουεν. Ο Θευδάς διά να τον φοβίση τω έλεγε: «Συ δεν ξέρεις τον δρόμο. Και αν σε χάσω, θα χαθής». «Θα χαθώ», απήντα παρωδών ο Μάχτος, και τούτο συνέτεινεν εις το να επισπεύδη έτι μάλλον το βήμα.

Ήξευρεν ότι ουδείς πλέον είχε δικαίωμα να έλθη εις την φυλακήν, και ότι δεν θα έβλεπε τον Βινίκιον, ειμή εις τους αγώνας, και τον παρεκάλει να παρευρεθή διά να τον ίδη ακόμη μίαν φοράν. «Είτε ο Χριστός με ελευθερώση, έγραφεν, είτε ο θάνατός μου, είναι το ίδιον διά σε· αυτό μου υπεσχέθη διά του στόματος του Αποστόλου, άρα είμαι ιδική του». Και τον εξώρκισε να μη λυπήται.

Έμαθον το δυστύχημα πλην έκλαιον όχι το βρίκιον, αλλά τον καπετάν- Θοδωρή, όστις ήτο σιδηροδέσμιος εις τας ειρκτάς του αγγλικού πλοίου, βυθισμένος μέχρι της οσφύος εν τη θαλάσση επί ικανάς ώρας κατά τας πρώτας ημέρας, καθώς έλεγαν. Και η εύμορφος Γερακούλα έτρεχε με τας τέσσαρας θυγατέρας της, μικράς τότε, και ήναπτε τας κανδήλας των εξοχικών ναΐσκων και παρεκάλει κ' εδέετο.

Η Βεάτη παρεκάλει τον ουρανόν, ή εν ελλείψει αυτού την γην και τας υποχθονίους θεότητας, να τυφλώσωσι τα όμματα της Σιξτίνης, να αναπετάσωσι πυκνόν πέπλον προ των οφθαλμών αυτής, όπως μη δυνηθή να την ίδη. Ευτυχώς θαύμα συνέβη. Η Σιξτίνα εστράφη μεν, αλλ' ουδέν είδεν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν