Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Έβλεπε τα γιγάντεια δένδρα του κήπου, υπό την σκιάν των οποίων τόσας φοράς μετά της Μάρως ανεπαύθη, την λίμνην, το δάσος. . . Δεκαέξ χρόνοι, όλοι κι' όλοι, παρήρχοντο έμπροσθεν του, φαιδροί άλλοτε, πένθιμοι τόρα, ως νεκροί προσφιλείς εντός των σαββάνων των. Και όμως όλα αυτά αναγκάζετο να τα αφήση, να ρίψη μακράν τα καλλίτερά του χρόνια, και να πάγη ποιός ξεύρει εις ποίον τόπον!

Αναπαυθέντες τότε επί τινας ώρας υπό την σκιάν πεύκης εβάδισαν και πάλιν δι’ όλης της νυκτός, το δε πρωί απήλθον εις Τουλώνα, εναύλους έτι έχοντες εις τα ώτα της Μαγδαληνής την ονοκτόνον αράν και του δυστυχούς υποζυγίου των τους επιθανατίους ογκηθμούς.

Πλησίον του υψηλού κισσοσκεπούς τοίχου, κατά το ήμισυ εις την σκιάν, εκάθηντο η μήτηρ μου, η Οθωμανίς και άλλη τις ρακένδυτος και ασκεπής την κεφαλήν γραία, κατά το φαινόμενον πιναρά ρ ω μ η ο κ α τ σ ι β έ λ α, ήτοι Αθιγγανίς ελληνόφωνος.

Εσκέφθη όμως ότι δεν θα ήτο και πολύ μακράν, αφού τα πράγματά του ήσαν εκεί και ήλπιζε μετ' ολίγον, όταν η θερμότης του ηλίου θα ηύξανε να προσέλθη ούτος υπό την σκιάν της καλύβας. Άλλως τε εκεί είχεν αφήσει τον άρτον του και βεβαίως, αν όχι διά τίποτε άλλο, θα ήρχετο τουλάχιστον μέχρι του δειλινού διά να φάγη. Η λυγερή δεν είχε καμμίαν ανάγκην ν' απομακρυνθή.

Καθώς πλησιάζει εις τα Μάγδαλα, το μικρόν χωρίον το προωρισμένον εις πάντα χρόνον να δανείζη το όνομά Του εις λέξιν εκφραστικήν της θειοτάτης συμπαθείας Τουκαθώς επιθυμεί να εισέλθη και πάλιν εις τας μικράς πόλεις και τας κώμας όσαι προσέφεραν εις την άστεγον κεφαλήν Του την μόνην σκιάν οικίας, ευρίσκει όλην την επίσημον υποκρισίαν της εκπτώσεως και της παρακμής του Ιουδαϊσμού ηκονημένην και πάνοπλον εναντίον Του!

Η Λιαλιώ εξαφνίσθη. Ο νέος εστράφη να ίδη. Αυτομάτως έπαυσε να κωπηλατή και έμεινεν αναποφάσιστος. — Γρήγορα, γρήγορα, είπε με ψίθυρον τόνον το Λιαλιώ, ως να εφοβείτο μην ακουσθή ο ήχος της φωνής της· πίσω από το Ασπρόνησο, πίσω!... Ο νέος ήρχισε ταχέως να σιάρη. Ήσαν δε ακριβώς εις την σκιάν της ακτής, αποκρυπτούσης την σελήνην. Έκαμψαν μίαν προβολήν βράχου, κ' εκρύβησαν όπισθεν του νησιδίου.

Ο ίδιος πενθών τον αποθανόντα υιόν του έμενε κατάκλειστος• τότε δε μετέβη προς αυτόν ο Δημώναξ και του είπεν ότι είνε μάγος και ηδύνατο να καλέση την σκιάν του υιού του εκ του άδου, εάν του ανέφερε και μόνον τρεις ανθρώπους οι οποίοι δεν έκλαυσαν ποτέ κανένα.

Όταν ο πρώτος χωροφύλαξ ώθησε την θύραν του οικίσκου, και είδε σκότος και σκιάν μέσα, ήκουσε τον κρότον του βορεινού παραθύρου ανοιγομένου, είδεν ακτίνας φωτός εκείθεν να εισδύωσι, κ' ευθύς έν μαύρον σώμα να φράττη τας ακτίνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένου, άμορφον, και ήκουσε τον ασθενή δούπον της πτώσεως.

Αλλ' η φαντασία η αυστηρά και μελαγχολική του ποιητού Δάντου τον παρακολουθεί, κ' ευρίσκει εκεί, εις τον άλλον κόσμον, μεταξύ άλλων ψυχών μαραμμένων και πλανωμένων ως φύλλα φθινοπωρινά, την σκιάν εκείνου «όστις εξ ανανδρίας έκαμε την μεγάλην άρνησιν». Δυνάμεθα να ελπίσωμεν και να πιστεύσωμεν κρείττονα τελευτήν εις άνθρωπον προς τον οποίον ο Ιησούς, ως προσέβλεψεν, ησθάνθη συμπάθειαν.

Και ο αράπης, μπογαζιανός σκύλλαρος, υλακτών, έδακνε με τους αγρίους οδόντας του την κωπαστήν, καβαλαρωμένος επάνω, φύλαξ άγρυπνος της κοιμωμένης θαλασσονύμφης, κι' εξέβαλεν ενίοτε μετ' ωρυγών, το φοβερόν ρύγχος του, με το τραχύ, μαύρον τρίχωμα, πεταχτόν άνω των κροτάφων, υπό την σκιάν του οποίου αγρίως εγυάλιζον δύο πύρινοι οφθαλμοί, κ' εφάγκριζον φοβεροί κυνόδοντες, αγρίως πειναλέοι.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν