United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τον ευχαρίστησα χωρίς να ημπορέσω να καταλάβω τον στοχασμόν που αυτός εμελετούσεν. Έπειτα από αυτό επρόσταξεν ένα του ευνούχον διά να με υπάγη εις το λουτρόν να πλυθώ. Και εις το αναμεταξύ που εκεί ευρισκόμουν, ο Κριτής στέλνει δύο τζοχανταρέους προς τον Μουφάκ, τον οποίον εκαλούσε διά να του μιλήση διά μίαν υπόθεσιν πολλά αναγκαίαν του.

Και από το σύδενδρο νησίταις κορυφαίς του Ολύμπου ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• «'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μουτην Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• «ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• πλην συτα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335

Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του διά να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να σκεπάσωμεν την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά ήθελαν σκεπάση το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας.

Αφού είδε κι άκουσε αυτά, σηκώνεται χάραμα· κι άμα επρόσταξε να ετοιμαστή πλούσιο τραπέζι από ό,τι βγάνει η γις, η θάλασσα κ' οι λίμνες και τα ποτάμια, εκαλούσε όλους τους Μιτυληνιούς αρχόντους. Κι όταν πια ήτανε νύχτα κ' είχε γεμιστή το κροντήρι, που κάνουνε με δαύτο σπονδές στον Ερμή, ένας δούλος φέρνει μέσα σε δίσκο ασημένιο τα σημάδια· κι αρχίζοντας από δεξιά τάδειχνε σ' όλους.

Ήταν ευχαριστημένος, ύπνος όμως δεν του πήγαινε και χωρίς να θέλη έπεσε εις συλλογισμούς, από τους οποίους τον εύγαλε, μετά κάμποση ώρα, το καμπανάκι που εκαλούσε τους καλόγερους στην εκκλησιά να διαβάσουν και 'να προσευχηθούνε. Ο παππά Συνέσιος επλησίασε στο παράθυρο. Τα άστρα εφεγγοβολούσαν ακόμα και ο 'γουμενος είδε τα γεροντάκια σαν σκιές, να πηγαίνουν στο ναό μέσα.

Ημείς μετά καιρόν, ηκολούθησεν ο γέρων να λέγη, εκαταλάβαμεν από μερικά σημάδια πως μας έδειχνε κάποιαν κλίσιν αγάπης· αλλά δεν ετολμούσε να μας φανερώση από την εντροπήν της· όθεν απεφασίσαμεν με τον αδελφόν μου να πασχίσωμεν με κάθε τρόπον να την κάμωμεν να μας δείξη την καρδίαν της· και αν ήθελεν είνε καθώς ημείς εστοχαζόμασθε να κάμωμεν την κυβέρνησιν διά να την εβγάλωμεν από τέτοιες φαντασίες, επειδή και η τιμή μας δεν μας εκαλούσε διά να την υπακούσωμεν.