United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Νοέμι ξανάβαλε το εργόχειρό της μέσα σε ένα από αυτά τα κάνιστρα και ανασήκωσε ένα άλλο. Από κάτω ήταν ένα πάκο χαρτιά, τα χαρτιά της οικογένειας: τα συμβόλαια, οι διαθήκες, τα πρακτικά μιας δικαστικής διένεξης, όλα δεμένα σφιχτά με ένα κίτρινο κορδελάκι για το κακό μάτι.

Είναι πρισμένος, είπεν η άλλη. — Και η ζωηρά μου φαντασία με έφερε στο κρεββάτι αυτών των αθλίων· τους έβλεπα με πόσην αηδίαν έστρεφαν τα νώτα εις την ζωήν, πώς αυτοίΓουλιέλμε! και τα γυναικάρια ωμιλούσαν περί τούτων, ως ομιλούν δαπερί του ότι ένας ξένος πεθαίνει. — Και όταν παρατηρώ γύρω μου, και κυττάζω το δωμάτιον και τριγύρω μου τα ενδύματα της Καρολίνας και τα χαρτιά του Αλβέρτου, και αυτά τα έπιπλα, προς τα οποία τώρα είμαι τόσον οικείος, και ακόμη προς τούτο το μελανοδοχείον και σκέπτομαι: Ιδές, τι είσαι τώρα εις αυτό το σπίτι!

Πέρασε από τ' Αρκάδι, πήρε πλάγι τον ουρανόγγιχτο Ψηλορείτη, διάβηκε του Ασώματου την κοιλάδα, κι ώσπου να φτάση στην Κρύα Βρύση, είταν τα χαρτιά του γεμάτα σημείωσες αρχαιολογικές, τοπογραφικές, ιστορικές, καθετίς πούβλεπε ή που άκουγε από χωρικούς κι από καλογέρους. Σκοπός του αυτό το ταξίδι να μαζέψη υλικό για βιβλία δεν είταν, αυτό το είχε καμωμένο σε ταξίδια προτητερινά.

Ο άλλος φαινότανε σαν πιο ήσυχος: χλωμός με μαύρα μάτια και κάτι φρύδια ψιλογραμμένα και καμαρωτά, με λίγο μαύρο μουστακάκι σα σκιά και τα χείλια πεταχτά και γυρισμένα καταπάνω, συμπαθητικός πολύ. . μα σούτον κι αυτός ένα σιγανό ποτάμι ! Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν απ’ της Λιόλιας το πρόσωπο, απ’ το ζουμερό κορμί της, απ’ τα καμώματα της όλα. . . . . Κ’ εκείνη ήτον ίδια παπαρούνα μ' ανοιγμέν’ ανθόφυλλα,, απ' τα γέλοια κι απ'τη διασκέδαση, ίδια παπαρούνα φλογόφεγγη που δεν ηξέρει τι κόκκινες λαχτάρες ανάβει γύρω της στα χόρτα του κάμπου -στα ψιλόχορτα του κάμπου τι ανατριχίλες σκορπίζει πύρινες. . Βράδιασε πια κι άρχισε να πέφτη ο κόσμος. . . Τα δέντρα του δρόμου, που μόλις έκαναν πως πετούσαν καινούργια φυλλαράκια, ήτονε σαν αλευρωμένα, με τις κορδέλλες απ' τα σερπαντέν μπλεγμένες στα κλαδιά τους λες κ' είχαν τώρα δα σηκωθή απ’ τον ύπνο με τα μαλλιά τους στα χαρτιά για κατσαρά.

Εντρέπομαι τον κόσμον, αλλέως θα έστελνα τα χαρτιά σε κανένα δικηγόρο να κατάσχω την περιουσίαν μου. Ευρίσκεται τώρα δεμένος ς' την Πόλι ς' τον Κουρου- τσεσμέ, καθώς μου έγραψαν. Κάνει κανένα κουτσοτάξειδο εκεί γύρω, και ύστερα δένει ς' το Κουρου-τσεσμέ και ξεχειμωνιάζει, Και να δης, Παπά μου, είνε ένα παράξενο πράμμα ς' αυτό το παιδί! Μήπως έχει, θαρρείς, κουμπάραις και τον τρώνε.

Το κίτρινο κορδελάκι, που δεν εμπόδισε να περάσει η γη τους σε άλλα χέρια και τη διένεξη να την κερδίσουν οι αντίπαλοι, έδενε με τα άλλα νεκρά χαρτιά και ένα γράμμα που η Νοέμι, κάθε φορά που σήκωνε το μικρό πανέρι, το κοίταζε, όπως κοιτάζει κανείς από την ακτή το πτώμα ενός ναυαγού που το σπρώχνει ελαφρά το κύμα. Ήταν το γράμμα της Λία μετά την φυγή της.

Είτανε χτήμα μου, και δεν μπορούσε κανένας να μου τα πάρη. Μα οι Καλόγεροι είναι παράξενοι κάποτες, και δεν ήθελα ν' αρχίσω λογομαχητά μαζί τους, ανίσως και τους περνούσε υποψία πως κάτι αξίζουν αυτά τα χαρτιά. Καβαλίκεψα λοιπόν τάλογο, κ' έφυγα. Σαν ήρθα στην Αθήνα, και τα ξαναδιάβασα, και μοναχός μου, και με τους φίλους μου, αποφάσισα να τα δώσω και στο Κοινό.

Του γέννησε η 'Λένη Αγγέλους δυο, και πέρναγαν ζωή χαρητωμένη. Της Ρούμελης την όχεντρα, το γέρο τον Αλή Τον ξέγραψε ο Σουλτάνος του, τον είπε φερμανλή, Κεφάλι σήκωσε ο Αλής, και την Αρβανιτιά του Μαζεύονταςτα Γιάννινα γύρευε τα χαρτιά του.

Μα μη μου δίδετε μισθόν . . . — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται. — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος. — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα; — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η θειά μου. — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ. Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.

Κατέληξαν, ωστόσο, στο καπηλειό που ήταν σχεδόν έρημο. Δυο άντρες μόνο έπαιζαν σιωπηλοί και ένας τρίτος κοίταζε τη μια τα χαρτιά του ενός, την άλλη του άλλου, όμως με ένα νεύμα τού ντον Πρέντου πλησίασε τους νεοφερμένους και κάθισαν και οι τέσσερεις γύρω από ένα άλλο τραπέζι.