Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ταποταχύ, σάνε σηκωθήκαμε και προγεματίσαμε, και ξανάπιαμε πάλε κρασί, και μας πρόσφερε η γριά ζεμπίλι γεμάτο κάστανα για το δρόμο, ξεκινήσαμε κατά την Κάντανο, πήραμε σα να πούμε πάλε την πίσω γύρα, παραστρατώντας κάποτε να κοιτάξουμε κανένα χωριό. Και σάλλες τρεις τέσσερεις μέρες μέσα, είμαστε στα Χανιά. — Κ' η ιστορία; — Τώρα κ' η ιστορία.
Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθη και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ' έβλεπα στον ύπνο μου, και μ' εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ' εσηκωνόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; — Ήταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο. Και έτσι ξημέρωνε, και έτσι βράδυαζε.
Ηρθε κ' η θεια Ελέγκω και του μίλησε του Νίκου στα σοβαρά, γιατί δε βαστιόταν πια το πράμα απ’ τα λόγια του κόσμου: Μια που θα το κάμης, παιδί μου-γιατ' είσαι τίμιος άντρας, αυτό δα το ξέρο-κάμε το ! πριν να πάρη δρόμο. . και γίνη ρεζίλι το κορίτσι. . . Είχε βαρεθή σταλήθεια κι ο Νίκος τις ατέλειωτες κουσκουσουριές που του χαλνούσαν την υπόληψη στη γειτονιά και των φίλων του τα αιώνια πειράγματα κι αστεία. . και ταποφάσισε.
Γύρεψε να ξαναφέρη το ρωμαϊκό κράτος με τις παλιές του δόξες. Σηκώθηκαν κατόπι τα φυσικά τα στοιχεία, φούσκωσε η πλημμύρα της Ρωμιοσύνης, του τάπνιξε όλα πρι να βγη ο αιώνας, και πήρε τότες το δρόμο του το ξανανιωμένο το έθνος. Άρχισε τις φοβερές του μονομαχίες μ' Ασιατισμό, με Σλαβισμό, και κατόπι με Φραγκισμό. Ως το δέκατο πέμπτο αιώνα τους πολεμούσε σαν ήρωας τους δράκους του κόσμου.
Ο ύπνος τ' αλαφρά του φτερά κρυφοχτυπάει, μ' αφανισμένα χέρια τα βλέφαρα ζιουπάει. Στη μέση από το δρόμο η νύχτα περπατάει, σε βάθος ησυχίας, και σιωπή πατάει. Καθόλου δε γροικιέται φωνή ουδέ καμμιά, τα πάντα ησυχάζουν, μεγάλη ερημιά. Κρυφά κι' αργός διαβαίνει αδιάκοπ' ο καιρός και μου τον συνοδεύει ονείρων ο χορός.
Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570 'ς το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει; Ραψωδία Λ
Στο σχολείο του με πήγαν σηκωτό, διότι δεν ήθελα να πάω· κέκλαιγα κεσφάδαζα σόλο το δρόμο. Αλλ' ο δάσκαλος μένα κομμάτι καντιοζάχαρη εγλύκανε τη φοβερή ιδέα πούχα για το σχολείο. Αντικαταστάτη του Ηρακλή μας φέραν ένα παλιό δάσκαλο ονομαζόμενο Ράλιο.
Πήρε κ' έκλωσεν ο ήλιος. Χτίζεται το Κάστρο ολοένα. Τρέχει ο νιος για το Παλάτι. Μέσ' 'ςτή μέση από το δρόμο Αχ! τα σύνεργα θυμάται. Το 'χε ειπή κι' ο Βασιλιάς Πως γυρίζοντας καθένας και τα σύνεργα να φέρη. Σταματάει, γυρίζει οπίσω, μια βουκέντρα θέλει ο ήλιος, Πάει αρπά τα σύνεργά του και γυρνά μονανεπνιάς 'Σ το Παλάτι, αλαφιασμένος αφ' το δρόμο αφ' το τρεχιό.
Αρκετά οργιάσαμε στο φανταχτερό μεθύσι της αρχαιομανίας. Δεν κουραστήκαμε πια; Η τρέλλα, η αρρώστεια, ή το σαράκι που μας τρώγει, είναι βαθύτερα παρ' ό,τι το θαρρούμε. Μας γύρισε το μυαλό στραβά σε κάθε είδος στοχασμό, και του στράβωσε κάθε δρόμο.
Και κάθε μια βάρκα που γέμιζε, ξεκινούσε αγάλι' αγάλια με τραγούδια και φωνές, με μαντήλια στον αέρα, με κουνήματα κεφαλιών και χεριών ξεκινούσε, μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας, κι έπαιρνε παραπέρα γοργό δρόμο κι έπαιρνε φτερά και κολλούσε στου βαποριού τα πλάγια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν