United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το λόγο να ρωτούμε εδώ σταλμένοι δεν είμαστε, και χρέος μας ιερό είναι στο έργο που είμαστε βαλμένοι να κοπιάζωμε δίχως βογκητό. Άλλοι σκλάβοι, άλλοι αφέντες ως μας έχει η βουλή Του διορίσει εδώ στη γης· αλί σε κείνον που μωρά παντέχει πως θ' αλλάξη το δρόμο της ζωής.

Αυτά θα μας πη ο μεγάλος ο Λεβέντης, το καμάρι της Ρωμιοσύνης, και τότες ίσως την προλάβη το έθνος την καταστροφή που του ετοιμάζουμε εμείς από τη μια με το βαρύ το μεθήσι, κι από την άλλη ο αχόρταγος ο Σλαβισμός, που για κακή μας τύχη δεν έχει μήτε Τούρκου ακαμωσιά. Περπατώντας στο δρόμο, περπατούσαν κ' οι στοχασμοί, κ' ίσως πήγαν πολύ μακριά, σταφανέρωτα μέσα τα μέλλοντα!

Μέρες και νύχτες περπατώ, ματώσανε τα πόδια μου από το δρόμο και ράγισε η καρδιά μου απ' τους αναστεναγμούς. Και τώρα που βρήκα την αγάπη μου, η αγάπη μου δε με θέλει. Και τώρα πού να πάγω να την εύρω; Το κυπαρίσσι του ξανείπε πάλι; — Βάλε σίδερο στα πόδια σου και πάρε το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Τράβα ολοένα κατά εκεί που βγαίνει ο ήλιος.

Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν, ότι το παιδί της είταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι' ότι βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται.

Βαρειά θλίψη πλάκωνε τους λινούς, τα σπιτάκια και τις καλύβες των χωρικών. Μια ώρα κράτησε η ανεμοζάλη, η πλυμμύρα. Ύστερα αγάλι' αγάλια ξάνοιξε, ξαστέρωσε, τα σύγνεφα σκίστησαν, μάζεψαν, τράβηξαν δρόμο, σε λίγο χάθηκαν πέρα στις άκρες τ' ουρανού.

Όσο κι αν είταν αχαμνός ο Αρκάδιος, η Ευδοξία όμως δεν τούμοιαζε, και καθώς είδαμε αυτή βασίλευε κι όχι ο άντρας της. Αν ο Χρυσόστομος είταν κι αυτός του γλυκού νερού, θάπαιρνε βέβαια η αυλοκρατία το δρόμο της ανεμπόδιστα. Και μ' όλη του όμως τη νοητική δύναμη, τη μαγική ευγλωττία, και την ασκητική αρετή, πάλε καταπονέθηκε από το Παλάτι κι από τους αυλικούς.

Τον καιρό όπου περνούσε η Βασιλική πομπή, κει κάτω στον άλλο δρόμο που ο Γκορνεβάλης κι' ο ιπποκόμος του Καερδέν φύλαγαν τ' άλογα των κυρίων τους, παρουσιάστηκε ξαφνικά, ένας ιππότης αρματωμένος: Μπλεχερή τον έλεγαν. Αναγνώρισε από μακρυά τον Γκορνεβάλλη και το οικόσημο του Τριστάνου. «Τι είδα σκέφτηκε.

ΓΙΑΓΙΑ Αν σ' άκουγε κανείς να λες τέτοια λόγια για το Σταύρο μας, ποιος ξέρει τι μπορούσε να βάλη με το νου του. Είτανε κανένα παραλυμένο το παιδί; Είχε τίποτα κακές συναναστροφές; Άφινε ποτέ το σπίτι του, για να τρέξη και να μπερμπαντέψη στους δρόμους; Τίποτ' απ' αυτά, το καημένο μου. Αυτό ένα δρόμο είξερε, σκολειό και σπίτι, σπίτι και σκολειό.

Στην αρχή μας δείχνεται σα μια παιδούλα καλοστόχαστη, με την αγάπη του άντρα της και της δουλειάς της, που δε βάνει το κακό ο νους της. Είναι αλήθεια πως το σκουλήκι της έγνοιας και μία μάντισσα υποψία μέσα στην αφωσίωσιν της καρδιάς της και μέσα στου λογισμού της το στέρεο δρόμο, σα να τη βασανίζη από καιρό σε καιρό.

Μα κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος συλλογισμός: — Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά. Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ.