Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Θυμάσαι ; Το λεωφορείο μας πήγαινε κλονίζοντάς μας βαρειά με τους μεγάλους του βαλλισμούς. Ήταν συννεφιά, το πλήθος έτρεχε χωρίς να σταματήση πουθενά, καταδικασμένο σε κίνησιν αιώνια, σε ωμμορφιά και σε καταστροφή, όπως η θάλασσα. Κι' άξαφνα στο δρόμο πέρασαν τα κορίτσια των δώδεκα χρονών πηγαίνοντας ν' ανθίσουν μέσα στο λίθινο δάσος μιας γοτθικής εκκλησίας. Θα κοινωνούσαν. Ήταν ολάσπρα.
Ο Δόρκωνας λοιπόν αφού λυπήθηκε, έφυγε γυρεύοντας άλλο δρόμο έρωτα· κι ο Δάφνης σαν να μη φιλήθηκε παρά σαν να δαγκώθηκε, αμέσως έγινε μελαγχολικός και συχνά ένοιωθε κρυάδες και την καρδιά του άκουε να χτυπάει πολύ· κ' ήθελε να βλέπη τη Χλόη κι όταν την έβλεπε γινότανε κατακόκκινος.
Γυρίζω τα μεσημέρια στους δρόμους και δεν ξέρω τις ώρες. Από έναν ανηφορικό δρόμο, που έχει αριστερά πύργους αραδιασμένους βυζαντινούς, κ' έχουν χτισμένα σπίτια, αναμεταξύ, διαφόρων χρωμάτων, ανεβαίνω προς την Άγια Σοφιά. Μόλις μπήκα, ― δεν κοίταζε ούτε ο Εβραίος που θέλησε κ' έγινε οδηγός μου, ούτε ο Χότζας Τούρκος, ― κ' έκαμα, χωρίς να θέλω, το σταυρό μου.
— Άλλη μια θα γυρίσουμε και θα φανή το χωριό, λέει ο νωνός του Παυλή. Βγήκανε δεν βγήκανε από το λαξευτό το δρόμο, και ξεφυτρώνει μπροστά τους πεντάμορφη θέα.
Εκείνη του ανιστορεί όλα ένα προς ένα: των γιδιών τον κισσό, των προβάτων το ούρλιασμα, το πεύκο που άνθισε επάνω στο κεφάλι της, τη λάμψη της γης, το χτύπο που ακούστηκε στη θάλασσα, τους δυο σκοπούς του σουραυλιού, τον πολεμικό και τον ειρηνικό, τη νύχτα την τρομερή, το πώς μουσική της έδειξε το δρόμο, που αυτή δεν τον ήξερε.
Αλλά όταν ήρθε η τετάρτη ημέρα, αποχαιρέτησε το δασοκόμο που τον είχε φιλοξενήσει, και είπε στο Γκορνεβάλη: «Ωραίε κύριε, ήρθε η ώρα του μεγάλου ταξιδιού: θα πάμε στη χώρα της Ουαλλίας.» Θλιβερά μέσα στη νύχτα, βάλθηκαν στο δρόμο. Αλλά ο δρόμος τους περνούσε από τον κήπο το φραγμένο με πασσάλους, όπου άλλοτε ο Τριστάνος περίμενε τη φίλη του. Καθαρή έλαμπε η νύχτα.
Ξεπέζεψα μια στιγμή και κάθησα στον καφενέ· ήρθε ο παππάς να μου κουβεντιάση κι αμέσως να μου δώση ροδάκινα, ρόδια, βασιλικό. Το χρέος μου, λέει, είναι ναγαπώ τους αθρώπους. Να μην ξεχάσω και τις γριές. Από την Παρκιά έφυγα πολύ πρωί για τη Σάντα Μαρίνα· πείνασα στο δρόμο. Μπήκα σ' ένα χαμηλό πρόστυχο σπιτάκι. Μου σερβίρισε η γριά ό τι είχε, ψωμί, τυρί, σταφύλι και καφέ.
Τώρα εγώ πάβω το θυμό, μηδέ τεριάζει αιώνια πείσμα να μου βαστά η ψυχή, κι' έλα — καιρό μη χάνεις — κράξε, Αγαμέμνο, στ' άρματα τους Άκουρους Αργίτες, τι τους οχτρούς θα βγω ξανά να δοκιμάσω, αν θέλουν 70 να καλορίσουν ως εδώ. Μα το πλεβρό θα γύρουν χαρούμενοι σα να θαρρώ όσοι έχουν ίσως τύχη απ' το σπαθί μου αλάβωτοι να βρουν το δρόμο πίσω.»
Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορή ν' ανεβοκατεβαίνη από το σπίτι 'ςτ' αργαστήρι κι από τ' αργαστήρι 'ςτο σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο.
Εδώ σκοντάφτεις στο δρόμο που περπατάς μέρα μεσημέρι. Όχι στη θάλασσα, στα σκοτάδια και στις καταχνιές. Κι' άρχιζε πάλι ατέλειωτες ιστορίες. Τελειωμό δεν είχε. Εκατό φορές τα είχε πει και ξαναπεί και πάλι άρχιζε ξαναρχής. Και τη Γοργόνα ακόμη και τη Γοργόνα την είχε δει. — Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου. Καθόμουνα απάνω στο κάσσαρο. Ταξιδεύαμε πρίμα. Μια βραδυά χαρά Θεού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν