Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
— Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα.
Οι φωνές και τα βογκητά των πληγωμένων αντιλαλούσαν ως μέσα στην πόλη. Τους ακούγουν οι Γότθοι οι Αρχηγοί, τρομάζουνε μήπως πάθουν κι αυτοί τα ίδια, ξεσπαθώνουν, ξεχυμίζουν, περνούν απ' ανάμεσα από τους σαστισμένους στρατιώτες, και φεύγουν. Αυτή στάθηκε η πρώτη αρχή του κακού. Δύσκολο δεν είτανε να ξαπλωθή και να πάρη δρόμο. Όλη εκείνη η μερμηγκιά σηκώθηκε στάρματα.
Και στα βάθη του αυτό το κύμα έκρυβε τη δύναμη και την αρρώστια-κ' η αρρώστια λαχταρούσε τη δύναμη, την κοιμισμένη. . . Και το κύμα έπεφτε από πάνω από της Βεργινίας το αδυνατισμένο κορμί και φιλούσε της Λιόλιας, που κοιτότανε στο πάτωμα, το γλυκό παρθενικό κεφάλι. . . Όλη τη νύχτα τα μάτια της Βεργινίας ασπρίζανε μες στο σκοτάδι που χύθηκε βαρύ και βουερό σαν απόσβησε το καντήλι, ορθάνοιχτα.. κ’ έκαναν τον ίδιο δρόμο πούκαναν όλη την ημέρα: απ’ το μέρος του Νίκου κατά το μέρος της Λιόλιας-χωρίς να βλέπουν. . .ως που ξημέρωσε Και περνούσαν οι μέρες. . . Όταν ο Νίκος τη ρωτούσε τώρα τη Βεργινία πως ήτον και της μιλούσε με τόση γλύκα, με τόσα πολλά λόγια-αυτός που άλλη φορά σε μιαν εβδομάδα μέσα δεν εύρισκε τόσες λέξεις να της πη-και με μιαν ηχερή φωνή που σα νάτρεμε κρουσταλλένια κάτι χαρούμενο μέσα της, και μονάχος του της έδινε να παίρνη τα γιατρικά της και της μετρούσε τις στάλες σα να τις χαιρόταν κι αυτές ακόμα, και της έκοβε τη μπριζόλα και της βαστούσε το πιάτο της σούπας της με το χτυπητό αυγό, για να μη σηκώνη πολύ το χέρι της και κουράζεται,-η Βεργινία κυττούσε μονάχα τα μάτια του.
Σα σκύλος π' άγριου γουρουνιού ή ζαρκαδιού δαγκάνει καπούλια πίσω και μεριά, με πείσμα κυνηγώντας, και το μπερδέβει ενώ ζητάει τριγύρω να ξεφύγει· 340 έτσι ο λεβέντης Έχτορας τους κόλλησε, και πίσω έσφαζε πάντα το στερνό· κι' εκείνοι δρόμο πάντα, όπως μια μέρα γράφτηκε να φύγουν τα παιδιά τους.
Έπρεπε νάχω πατέρα, για να με φέρη στα λοϊκά μου. Μάτον άτυχη και τον επήρ' ο Θεός το μακαρίτη γλίγωρα. Δεν ήθελε να μαθαίνη ο κόσμος τσι ντροπές μας· μαν εκρατούσα τον ίδιο δρόμο, θάλεγε στους θείους μου να με φέρουνε σε θεογνωσία. Θα πήγαινε και στο Δεσπότη και στο Μουντίρη ακόμη «να σκίση τα ρούχα της».
Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνουνταν τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ' αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του Λέντζου: — Έχ'ς ένα τσιγάρο;
Έλεγε — στοχάσου — πως τον αναγελούσε το σκυλί και τούλεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως τώχε βαλμένο τάχα η παπαδιά κ' η κόρη της και τώχαν δασκαλέψει να του λέη μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τάβαλε μ' όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ' όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα.
Ο Θευδάς έτρεχε κατόπιν του πνευστιών και τον παρεκάλει να μη βαδίζη τόσον δρομαίως. Αλλ' ο Μάχτος δεν τον ήκουεν. Ο Θευδάς διά να τον φοβίση τω έλεγε: «Συ δεν ξέρεις τον δρόμο. Και αν σε χάσω, θα χαθής». «Θα χαθώ», απήντα παρωδών ο Μάχτος, και τούτο συνέτεινεν εις το να επισπεύδη έτι μάλλον το βήμα.
Για ν' ακουμπήσης, Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής. Στης τόσαις χάρες, Στα σπλαχνικά της Λόγια γλυκά της Πλιο δεν αργώ. Φτερά μου απλόνω, Σ' αυτή ζυγόνω Πολύ γοργό. Και στο χρυσό της Πετώ χεράκι Και στο κλουβάκι, Προμιού να μπω, Τα ζαχαρένια, Τα κουραλλένια Χείλια τζιμπώ. Αγάπη μου πολύτιμη τα λόγια σου έχω νόμο. Το λόγο, που μ' επρόσταξες τον έβαλα σε δρόμο.
«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν, εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου• πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν