Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Το αίμα του τόχει να πέρνη δρόμο και να πηδάη γκρεμνούς και βράχους.

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Κάνε ώστε αυτός που προχωρεί κει κάτω να μη με αντιληφθή πριν από την στιγμή που θέλωΜε το ξίφος στο χέρι, τον περίμενε. Αλλά κατά σύμπτωσι ο Γκοντοΐν πήρε έναν άλλο δρόμο και απεμακρύνθη. Ο Τριστάνος βγήκε από τη λόχμη απογοητευμένος, τέντωσε το τόξο του, σημάδεψε. Αλλοίμονο! ο άθλιος ήτανε εκτός βολής φτασμένος.

Θα στεκόμαστε να τ' ακούμε λιγάκι τα ευτυχισμένα αυτά τραγούδια των φτωχών αυτών δουλευτών και θ' αρχίζουμε πάλι το δρόμο μας τον άσωτο και τον μεθυστικό.

Αυτό τούδωσε στα νεύρα κι άρχισε να περπατά εξαιρετικά γρήγορα, όταν ξαφνικά ένα παιδάκι κάτω από ένα θολωτό δρόμο τρέχοντας βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια του κ' εκυλίσθη χάμου.

Πραγματικώς η μητέρα μου είχεν αρχίσει πάλιν νανησυχή. Και τα περάσματά μου από το δρόμο της άρρωστης έμαθε και τη ψυχική μου μεταβολή έβλεπε. Κάθε φορά που φίλοι μου με καλούσαν στο κυνήγι έδειχνα ανορεξιά ή απόφευγα. Κιόχι μόνο μελαγχολικός φαινόμουν, αλλά κιαδυνάτιζα κέχανα το χρώμα μου. Μια μέρα μου λέει: — Γιώργη παιδί μου, δε μαφουκράσαι και θα με σκάσης.

Η όμορφη χήρα πέρασε στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεματιές, για να φτάση στον καλό της, να τον συντροφέψη όλη τη νύχτα, να του πη τα μυστικά της αγάπης. Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπαρίσσια τη γνωρίσανε από μακρυά και την καλοδέχτηκαν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.

Ήτο το μικρότερο των παιδιών της . . Έμενα σιωπών. — Και ο άνδρας μου, είπεν, επέστρεψεν από την Ελβετίαν, και δεν έφερε τίποτε, και χωρίς την βοήθειαν καλών ανθρώπων θα εζητιάνευε από χωριό, σε χωριό έως εδώ· επήρε θέρμες στο δρόμο. — Δεν μπόρεσα να της ειπώ τίποτε, και εχάρισα κάτι στο μικρό, με παρεκάλεσε να δεχθώ μερικά μήλα, το έκαμα, και άφησα τον τόπον της λυπηράς αναμνήσεως. 21 Αυγούστου.

Κι' έτσι τον άφησαν αυτόν κι' έπιασαν όλους τους άλλους και τους πήραν ότι κι' αν είχαν. Ο Ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι' έφτασε το βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε, ότι οι σύντροφοι του, άλλοι σκοτώθηκαν κ' άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλύτωσε κανένας από τους κλέφτες. Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον Θεό κι' είπε μέσα του: — Να το θάμα της πρώτης συμβουλής!

— «Τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ, τσιγκ-τσαγκ!... » Χτυπάει ο σήμαντρος! Γλυκοχαράζει βαθυά η ανατολή μέρα με ξαστεριά. Όλο το Μικρό Χωριό ανοίγει τες θύρες του. Πηγαίνει στην εκκλησιά κι' είναι βέβαιο, ότι το ίσκιωμα πήρε με την ώρα του το δρόμο του ποταμού. Και στα σωστά φαίνονταν ο τορός του μουλαριού ψηλά στο χιόνι να καταιβαίνη στον ποταμό.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν