United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέπεις λοιπόν, ω σοφέ, αυτό το χαρτονόμισμα το ξεσχισμένον, το λερωμένον, το βρωμερόν; η βρώμα του αποτελεί το ελιξίριον της μακροβιότητος και της αθανασίας· πολλοί εβλάβησαν από χρήσιν βρωμερών βιβλίων, από χρήσιν όμως βρωμερών χαρτονομισμάτων ουδείς.

Εκείνο βρίσκει το ελάχιστο κάτι να φάη και στη βρώμα. Εμείς τι βρίσκουμε. — Πέτρες! απάντησε άλλος απόπερα· δε βλέπεις; — Τρώγουνται οι πέτρες ; — Σα χάλασες τα δόντια σου στην κουρκούτη ποιος σου φταίει; Τήρα ο Αριστόδημος που τάχει γερά π΄ψς τις ροκανάει σαν φτάζυμο. — Τρώει πέτρες λοιπόν τ' αφεντικό ;

Βρώμα και θειάφι και λαμπρό φως ετύφλωσαν ευθύς τα μάτια μου, έπνιξαν τον ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στέρνα μου. Το αστραπόβολο έπεσε σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται! Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό πνίξιμο! Πάει τόρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο καψογαμπρός στον πάτο.

Άλλοι κατορθώνουν και το πραγματοποιούσιν εις τον κόσμον αυτόν, άλλοι αποθνήσκουσι με το όνειρόν των μαζή ως σάβανον της καρδίας των. Άγνωστον τίνες αποθνήσκουν ευτυχέστεροι . . . — Ο ένας σου μυρίζει, ο άλλος σου βρωμά! Την ήλεγχεν η μητέρα της. Έως ου ευτυχής σύμπτωσις διέψευσεν όλας τας οικτράς προρρήσεις της γραίας, και η πτωχή Γερακίτσα, η κόρη του ψαρά, εγένετο κυρά- Μανωλάκαινα.

Μια τόσο απαίσια βρώμα έβγαινε από της πληγές του, ώστε και οι πειο αγαπημένοι του φίλοι έφευγαν από κοντά του, όλοι εκτός από τον Βασιληά Μάρκο, τον Γκορνεβάλη, και τον Νανάς ντε Λιντάν, που μόνοι μπορούσαν κ' έμεναν στο προσκέφαλό του: η αγάπη τους υπερνικούσε τη φρίκη. Επί τέλους ο Τριστάνος είπε και τον μετέφεραν σε μια καλύβα χτισμένη απόμερα, στην παραλία.

Φύγ' απ' εμπρός μου ξέπλυμα, — χολοπερεχυμένη! πήγαινε, βρώμα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Εντροπή! ‘ς τα συγκαλά σου είσαι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πατέρα μου, παρακαλώ γονατιστή εμπρός σου, ησύχασε, και άκουσε να σου ειπώ δυο λόγια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βρώμα, κρημνίσου απ' εδώ! Παρήκοη! Την πέμπτην ‘ς την εκκλησίαν πήγαινε, ή, να που σου το λέγω, να μη σε ιδούν τα 'μάτια μου ποτέ εις την ζωήν μου!

Όταν απεκάλεσεν Εαυτόν «τον άρτον τον εκ του ουρανού», έλεγον «σκληρός ο λόγος ούτος»· όταν είπεν, «έχω βρώμα φαγείν ο υμείς ουκ οίδατε», παρετήρησαν μόνον, μη τις έφερεν Αυτώ να φάγη.

Πάει, τούφυγε η ψυχή, το πήρε η βρώμα και βγήκανε τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια! Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του λόγου του, καλή του ώρα, το καλό το γεροντάκι που πέρασε πολληώρα από το γιαλό, ο Γερο-Τρακοσάρης. Τον ξέρεις, κύριε έφορα; Πού να τον ξέρης! Να σου τον μάθω εγώ. Είχε όνομα και τώχασε. Τρακοσάρη τον ξέρουν όλοι τώρα. Άρχισε από μπακάλης κ' έγινε τοκιστής.