United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είναι αλήθεια καπνός, στάχτη, αέρας για τον Έλληνα ό,τι δεν μπορεί να το χωνέψει και να το κάμει δικό του. Χάνουν τον καιρό τους οι κύριοι αυτοί, σκοτίζουνται και λυπούνται άδικα, γιατί είτε το θέλουν, είτε δεν το θέλουν, είτε αυτοί, είτε και άλλοι τόσοι «πάτριοι» ή «απάτριοι», ο Έλληνας θα μείνει Έλληνας. Κι αυτοί τίποτα δεν κάνουν. Κι αυτοί τον καιρό τους χάνουν.

Βλέπεις αυτάς εκ των οποίων αναδίδονται αι φλόγες και ο καπνός, μου είπε• η έκτη δε εκείνη είνε των ονείρων η πόλις• και κατόπιν από αυτήν η νήσος της Καλυψούς, η οποία όμως δεν φαίνεται απ' εδώ. Αφού δε περάσης αυτάς, θα φθάσης εις την μεγάλην ήπειρον η οποία είνε η αντίθετος προς εκείνην την οποίαν κατοικείτε.

Πού ο πάταγος εκείνος, ο προ δύο μηνών, ο πυρετώδης και πλήρης ζωής! πού αι συμμιγείς εκείναι κραυγαί των απλήστων αγοραστών, ας ήκουον εν ευφροσύνη τα ώτα μου! πού το εύθυμον εκείνο και πλήρες ελπίδων πλήθος, το θυσιάζον υπέρ ημών και τον έσχατον αυτού οβολόν! Πομφόλυγες ήσαν φαίνεται αι ελπίδες των και διερράγησαν, καπνός ην το πλήθος και διελύθη.

Οι δε θεοί, ως λέγει κάπου ο Όμηρος, ο οποίος βέβαια θα είδε τα εκεί όπως εγώ, «ούτε σίτον έδουσιν, ούτε πίνουσιν αίθοπα οίνον», αλλ' ως τροφήν έχουν την αμβροσίαν και με το νέκταρ ευθυμούν• η τροφή όμως την οποίαν προτιμούν είνε ο καπνός των θυσιών, ο οποίος ανεβαίνει εις τον ουρανόν ομού με την οσμήν των ψηνομένων κρεάτων, και το αίμα των σφαγίων το οποίον οι θυσιάζοντες χύνουν γύρω εις τους βωμούς.

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και πήγαινε καπνός το βιολί, βρόνταγε το λαούτο, και δος του χορό οι λεβέντηδες, δος του χορό κ' η Μιχάλαινα, οδηγώντας το γυριστό απατή της, πυργόστεκη, με το μαντίλι στο χέρι, που το στριφογύριζε και πήγαινε ομπρός.

Ηδύνατο ν' ακούση τις, κατά τους βαθείς όρθρους, καθ' ον χρόνον τα μαυρισμένα πρόσωπα των γύφτων έλαμπον φανταστικήν λάμψιν αντικρύ του πυρός, ο δε βαρύγδουπος ραιστήρ κατεφέρετο εκ διαλειμμάτων διακόπτων την μονότονον ιαχήν των δύο φυσητήρων, και ο μέλας καπνός ανεπέμπετο διά της ύπερθεν ρωγμής, και οι σπινθήρες ανέβαιναν απειράριθμοι εις ύψος, ηδύνατο ν' ακούση διαλόγους οίος ο επόμενος·

ΠΕΤ. Ακόμη το θυμάσαι εκείνο το όνειρον και διατηρείς εις την μνήμην σου μάταια πράγματα και, ως ο ποιητής λέγει, καταδιώκεις με την φαντασίαν σου μίαν ευτυχίαν που ήτο καπνός και διελύθη; ΜΙΚ. Ούτε θα λησμονήσω ποτέ, κυρ κόκορα, τα πράγματα που είδα• τόση πολλή γλύκα μου αφήκε εις τα μάτια το όνειρο, ώστε μόλις δύναμαι ν' ανοίγω τα βλέφαρα μου που κολλούν από το μέλι.

Αλλά και εις τας δυσκόλους ερωτήσεις είχε πολύ ευστόχους απαντήσεις• όταν δε κάποιος τον ηρώτησε διά να γελάση με την αμηχανίαν του• Εάν καύσω ξύλα χιλίων μνων, Δημώναξ, πόσων μνων καπνός θα γίνη; Ζύγισε, απήντησεν ο Δημώναξ, την στάκτην και όλον το υπόλοιπον θα είνε καπνός.

Ο καπνός των φανών έφθανε μέχρι των ρωθώνων του, ολίγον απωτέρω έκαιον αι δάδες, και πλησίον εκεί, όρθιος επί μιας πέτρας ίστατο ανήρ γηραιός, προσεγγίζων εις τον θάνατον, με την κεφαλήν ολίγον τρέμουσαν, όστις εμαρτύρει και έλεγεν: «Είδα». Και ο Απόστολος εξηκολούθησε την αφήγησίν του μέχρι της Αναλήψεως.

Τ’ αγροίμια ξεφωλιάζονταν, προντούσαν τ’ αγριοπούλλια, Κι’ ο κουρνιαχτός σηκόνονταν και πήγαινε τ’ αψήλου, Σα να είταν σύννεφο βαρύ, μαύρος καπνός κι’ αντάρα... Κι’ εκεί που γοργοδιάβαινε και γοργοπερπατούσε, Ένα θεριό καβάλλησε κι’ έπιασε εφτά λιοντάρια, Ξελάκκωσε τρία Βουνά, τα τρία στην αράδα, Και μες στα ξελακκώματα γύρισε εννιά ποτάμια, Ποτάμια γοργορρέματα μ’ αφρούς και καταράχτες, Κι’ έτρεχαν χώρες και χωριά, κι’ έτρεχαν πολιτείες Να ιδούν της Χήρας το παιδί, να ιδούν το παλληκάρι, Που διάβαινε σα διοσημειό, δα θεϊκό μεγάλο.