United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ο γιος κατόπι του Νεστόρου 580 τον αμαξά του Μύδονα χτυπάει, τον αντριωμένο τ' Ατύμνη γιο — τ' αλόγατα γυρνούσε αφτός να φύγειμεσάγκωνα βαρώντας τον με μια χοντρή κοτρώνα· κι' εκείνος, χάμου τούπεσαν στις σκόνες οχ τα χέρια τα γκέμια π' απ' του φιλντισιού τη χάρη ασπροβολούσαν.

Κ' έτσι γλύτωσε τότες η Αττική. Και δεν είτανε μόνο στην Αθήνα αυτό το ξύπνημα. Όλη η Ελλάδα πρέπει να ξανασάλεψε μια στιγμή, επειδή παντούθε τους έδιωξαν τους Γότθους, — από Αιτωλία, Ακαρνανία, Ήπειρο, Θεσσαλία, — όσοι δεν είχανε φύγει από τη θάλασσα.

Τότες πώς κλέφτες λύκοι παν οχ το βυζί της μάννας 352 αρνιά ν' αρπάξουν και τραγιά, κι' οι μάννες μες στο λόγγο σκορπούν απ' του βοσκού ατζαμιά, και σαν το δουν οι λύκοι γλήγορα γύρω αρπούν κι' αφτές παράλυτες του φόβου· 355 έτσι όρμησαν οι Δαναοί να φαν οχτρούς, κι' οι Τρώες φύγει όπου φύγει, κι' άτιμος τους συνεπήρε τρόμος.

Εγώ μπορεί να έχω σφάλει, αλλά είμαι νέος και μπορώ να διδαχτώ από αυτό. Γιατί έρχεσαι να με βασανίσεις; Το ήξερα πως θα’ ρθεις και σε περίμενα. Εσύ, εσύ τουλάχιστον πρέπει να καταλάβεις και να μη με καταδικάζεις. Κατάλαβες; Δεν απαντάς τώρα; Α, τρέμεις τώρα, φονιά; Φύγε, γιατί ντρέπομαι που σε άγγιξαΤον έσπρωξε βίαια και ξεκίνησε να φύγει.

Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.

Έτσι τον επετροβόλουν και τα παιδιά στο χωριό, αλλ' άμα εγύριζε το μαύρο του μούτρο κεγυάλιζαν τα δόντια του, ου! οπού φύγει φύγει τα παιδιά ... Να και ο παπά- Δημήτρης, ένας μεγάλος γεροντόπρινος. Και λίγο παραπέρα ένας Τούρκος με τη σαρίκα του. Τον εγνώριζεν αυτόν τον Τούρκον, τον Μαυρομπραΐμην. Έλεγαν πως είχε σκοτώσει ένα του μπάρμπα κι ο πατέρας του τον εμάχετο φοβερά.

Ζωσμένος το σπαθί του, μ' αμπολυμένα χαλινάρια, — στα τέσσερα, — είχε φύγει ο Γκορνεβάλης από την πολιτεία. Ο Βασιληάς θα τον έψηνε ζωντανό, αντί του αφεντικού του. Απάντησε τον Τριστάνο στο γιαλό κι' ο Τριστάνος φώναξε: «Δάσκαλε, ο Θεός με λυπήθηκε! Α! δυστυχισμένος εγώ! Τι με ωφελεί; Χωρίς την Ιζόλδη, τι μ' ωφελεί; Γιατί καλλίτερα να μην γίνω κομμάτια στο πέσιμο!

Πώς διο σκυλιά καρφόδοντα κυνηγομαθημένα 360 σ' αλάφι ρήχνουνται ή λαγό και κυνηγούν με πείσμα μέσα σε δάσος, κι' ο λαγός μπροστά όπου φύγει φύγει· έτσι κι' αφτοί χωρίζοντας το γιο του κράχτη αλάργα απ' τους δικούς του, επίμονα τον κυνηγούσαν πάντα.

Ναί, κάλια αφτό, κάλια ότι τύχει ας τύχει, αν είναι αφτόν ν' αφίσουμε στους ασπιστάδες Τρώες να μας τον σύρουν στο καστρί και να βουήξει ο κόσμοςΚαι πάλε αφτά κάθε έλεγε χαλκοπλισμένος Τρώας 420 «Αδρέφια, κι' αν μας γράφτηκε να πέσουμε όλοι αντάμα κοντά σ' αφτόν τον ήρωα, κανείς μη φύγει βήμα

Προτού το γράμμα μου την προλάβη, αυτή είχε φύγει με κάποιον, που την άφησε ύστερ' από έξη μήνες. Την είδα κατόπιν στα 1884 στο Παρίσι όπου κατοικούσε με τη μητέρα της, και τη ρώτησα αν το διήγημα είχε να κάνη τίποτε με τη δική της ιστορία.