Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Εκείνη πέταξε το δεμάτι, μάζεψε τα χρήματα τρομαγμένη σαν το πουλάκι που τσιμπάει τα ψίχουλα και το ’σκασε πηδώντας ευκίνητη. Αλλά η Κυρία της γέννας, αν και είδε τα ζεστά, υγρά νομίσματα μέσα στη χούφτα του κοριτσιού που έκαιγε, την έφτυσε στο πρόσωπο για να της φύγει ο φόβος και της είπε γελώντας: «Πήγαινε, γιατί έχεις πυρετό και παραισθήσεις. Τα νομίσματα θα πρέπει να τα βρήκες.

Κανείς δεν το ξαναέβαλε στη θέση του κι έτσι εκείνος κράτησε κοντά του το δισάκι σαν τον επισκέπτη που πρέπει γρήγορα να φύγει.

Ναι, έπρεπε να φύγει, να πάει να βρει την τύχη του. Για να μην ξαναπεράσει μπροστά από το σπίτι της καλής του, κατέβηκε ένα στενό, έπειτα ένα άλλο, μέχρι που έφτασε σ’ ένα πλάτωμα όπου πρόβαλαν τα ερείπια μιας εκκλησίας.

Εκυβέρνα λοιπόν τας Αθήνας ο Πεισίστρατος· αλλ' εκ των Αθηναίων οι μεν είχον φονευθή εις την μάχην, οι δε είχον φύγει από την πατρίδα των με τους υιούς του Αλκμαίωνος.

Περνώντας μπροστά από το σπίτι του ντον Πρέντου φώναξε τη Στεφάνα και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για δικές του δουλειές και ότι δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. «Πες μου τουλάχιστον πού πας.» «Στο ΝούοροΔυο μέρες του πήρε μέχρι που να φτάσει στο Νούορο. Ανηφόριζε σιγά σιγά, με σύντομα διαλείμματα, πέφτοντας στην άκρη του δρόμου όταν κουραζόταν. Έκλεινε τα μάτια, αλλά δεν κοιμόταν.

Ήτο δε ήδη ημέρα και η πόλις είχε καταληφθή ασφαλώς, ότε ο Βρασίδας διεκήρυξεν εις τους Τορωναίους, όσοι είχαν φύγει μετά των Αθηναίων, ότι ηδύνατο ο θέλων να επιστρέψη αφόβως εις τα κτήματα του και να απολαύη τελείαν ελευθερίαν των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Ονειρεύτηκε όμως τη Νοέμι που τον κοίταζε με κακία και του έλεγε ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια: «Τον βλέπεις; Τον βλέπεις τι άνθρωπος είναιΞύπνησε με ένα βάρος στην καρδιά. Αν και ήταν ακόμη νύχτα σηκώθηκε, αλλά ο Τζατσίντο είχε κιόλας φύγει.

Ο Δάφνης όμως δε μπορούσε να κάνη την ψυχή του να χαρή από τη στιγμή που είδε γυμνή τη Χλόη και αντίκρυσε όλη την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της. Πονούσε η καρδιά του, σαν να την έτρωγαν φαρμάκια. Κ' η αναπνοιά του ακόμη πότες έβγαινε γρήγορη, σαν να τον κυνηγούσε κανένας κ' έτρεχε, και πότε του έλειπεν ολότελα, σαν να του είχε φύγει όλη στις προτητερινές τρεχάλες.

Μόλις πετάχτηκαν έξω οι τρομαγμένοι, φάνηκε κατόπιν κιο Δριμομιχάλης με τα σάβανα σκισμένα και με τη ξιφολόγχη στο χέρι. — Σταθήτε, άτιμοι, φώναξε, να δήτε αν απόθανα γη ζω! Έμοιαζε με μανιακό, πούχε φύγει από τα δεσμά του φρενοκομείου. Τα μάτια τον ήσαν τρομερά και τα κινήματά του φανέρωναν τη νευρική υπερένταση της μανίας.

Ήταν πολύ λυπηρά η διήγηση, γιατί το κορίτσι στο τέλος είχε φύγει με κάποιον άνθρωπο πολύ κατώτερό της στην κοινωνική θέση, μα και στο χαρακτήρα όπως και στο μυαλό.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν