Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της, σαν καιάμενου λιβανιού καπνός.
Εγώ το θυμούμαι καλά· ίσια σε κείνη τη στιγμή περεχύθηκε γύρω τριγύρω μου η καταχνιά αφτή που πια δε μ' αφίνει και που με πνίγει. ................................................................. Κομματάκια! Κομματάκια! Κομματάκια! .................................................................
Μου αρέσει εκεί να μένω ορθός και να θωρώ στο φως πλημμυρισμένο τον κάμπο το χλωρό. Τον ήλιο πώς σηκώνει σε αχνό την καταχνιά, τα δάση πώς χρυσώνει και φέγγει στα νερά. Πώς τα πουλιά λαλούνε φαιδρά, πώς καθετί, πώς όλα όσα πετούνε ή δένονται στη γη, φύλλα, φτερούγια, στήθια ανοίγουνε πλατιά για να χαρούνε πλήθια την πρωινή χαρά.
Ξάπλωσε, ξάπλωσε πυκνή πυκνή, κατάχοντρη. Τάχασα. Τόρα, γυναίκα; της κάνω. Αυτή γελούσε. Κάνω να δω για το σταλήκι στο πλάι, πουθενά σταλήκι. Απάνω στην αφηρεμάρα μας, κάπου γλύστρησε και πάει. Κοιτάζω καλά. Κατάμπροστα αντάρα, πίσω καταχνιά, απανωθιό μου αντάρα.. Αρχίζω τα βλαστήμια. Κατέβασα Χριστούς και Παναγίες. Αρχίζει κ' ένα κρύο ψηλό, ψηλό και τσουχτερό.
Το πνίξανε μέσα στην καταχνιά τους ό,τι άρχισε νανεσαίνη. Ό τι γεννοβολούσε η πέννα τους, μέσα στη γραμματική τους είτανε βουτημένο, σαν μες στο κερί κομμάτι φιτίλι, κι αυτό δανεικό. Και τι μπορούσανε νάχουνε δικό τους!
Ο σίφουνας όμως επλάκωνε φτεροπόδαρος, στηθάτος ρουφώντας, διψασμένος Τάνταλος το νερό και τινάζοντάς το στον ουρανό μαύρη καταχνιά και αντάρα. Τόρα έλεγες θα μας γδύση το κατάστρωμα ή θα σηκώση το καράβι σύσκαρμο ψηλά. Έφτασεν έτσι οργυιές δυο μακριά μας.
Πρέπει να τους πιάσω, για να της δείξω πως με γελά. Έτσι να γλυτώσω κι απ' αφτή την καταχνιά. Ναι! Κατάλαβα τώρα. Ησυχάζω. Ώρες καρτερώ, προσμένω να το μάθω. Και δεν έχω πάλε δίκιο; Ποιος λέει πως δεν έχω δίκιο; Τον είδα, με τα μάτια μου τον είδα. Μόλις τρεις μέρες ύστερις από κείνα που της είπα!
— Αμ' δε, είπε ο ψαράς, κουνώντας το δασωμένο από γένεια κεφάλι του. Σούνε μιαν αντάρα αυτή, σούνε μιαν αντάρα! Τη φοβήθηκε το μάτι μου αυτή την καταχνιά. Έχω είκοσι χρόνια τόρα που τη γνωρίζω. Να μη βάλη το ποδαράκι της... Τόρα δα δε το Γεννάρη, και βδομάδα κάνει να σηκωθή. — Περίεργο! αυτή η λίμνη, δυο κουταλιές νερό! έκαμε ο μηχανικός. — Όπως ντέση, κυρ μηχανικέ, όπως ντέση.
Βούτηξε την πρώτη μεγάλη μπουκιά μέσα στην περίφημη σάλτσα ο ψαράς, την έχωσε στο στόμα του, και μασσώντας είπε: — Α! και να βρίσκουνταν τέτοιος μεζές καψόγρια μέσα στο μονόξυλο, δε πάει να κρατούσε βδομάδες η καταχνιά! ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ Απόνα γράμμα μιας κυρίας υπαλλήλου. Αγάπη μου, Κ' ύστερα θάχης παράπονα, από μένα, δε σε θυμούμαι, και τέτοια. Νάμαι πάλι.
Και το ταχύ, μόλις ετσάκισαν τα εφτά μεσάνυχτα κ' έσκασε μες τ' ανατολικά κορφοβούνια το λαμπρότατο αστέρι, ο Γελαντζής, ξάφνου μαζί κ' η πέντε καμπάνες των αψηλών μας καμπαναριών ανατάραξαν το χωριό, σκόρπισαν από τα ματόφυλλα των χωριανών τον γλυκόν αυγερινό ύπνο, σαν ανεμοζάλη ωργισμένη που σηκώνετ' άξαφνα και σκορπάει την πάχνη και την καταχνιά που πλακώνουν τη πλάση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν