United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα όταν ερχότανε το μεσημέρι τα μάτια τους ελιγώνονταν πια, επειδή εκείνη βλέποντας γυμνό το Δάφνη ένοιωθε ολανθισμένη την ομορφιά του κ' έλυονε· μήτε μπορούσε να του βρη κανένα ψεγάδι· κι' ο Δάφνης όταν την έβλεπε με το λαφοτόμαρο και με το πεύκινο στεφάνι να του δίνη το καρδάρι, θαρρούσε πως βλέπει καμιά από τις Νύμφες που ήτανε στη σπηλιά· και τότες αρπάζοντας το πεύκο από το κεφάλι της φορούσε το στεφάνι κι αυτός, αφού πρώτα το φιλούσε· μα κ' εκείνη έβαζε το φόρεμα του Δάφνη όταν λούζονταν κ' έμενε γυμνός αφού πρώτα το φιλούσε κι αυτή.

Ένοιωθε φόβο και ντροπή αλλά και ζήλια. Εκείνοι ήταν άντρες! Τα χέρια τους έμοιαζαν νύχια αρπακτικού έτοιμα ν’ αρπάξουν την τύχη στο πέρασμά της. Έμοιαζαν όλοι ληστές, άνθρωποι πάνω από το νόμο: δεν μετάνιωναν βέβαια για τις αμαρτίες τους, εάν είχαν, δεν τους βασάνιζε η συνείδηση, εάν είχαν πάρει το νόμο στα χέρια τους, στη διάρκεια της ζωής τους.

Ο Έφις ένοιωθε οργή γι’ αυτή την απάτη και, όταν τα νομίσματα έπεφταν στο καπέλο του συντρόφου του, κοκκίνιζε γιατί του φαινόταν ότι κορόιδευε κι εκείνος τους σπλαχνικούς. Και τα κέρματα έπεφταν, έπεφταν. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι υπήρχαν τόσοι φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι στον κόσμο.

Και τέλος του πήρε τα λουλούδια και τα έβαλε σ' ένα μικρό πράσινο ανθογυάλι, τα έσιαξε και τα έδειξε του Σβεν, τι ωραία που λάμπανε στον ήλιο. Τότε παράτησε κι ο μπαμπάς κάθε ιδέα τιμωρίας, πήγε στο γραφείο του κ' ένοιωθε πόσο είναι περιττός.

Νόμιζε πως ένοιωθε επάνω στα χείλη της τη γεύση από τα δάκριά τουκαι ήταν η γεύση όλης της θλίψης, όλης της ανθρώπινης αδυναμίας.

Παίζανε τον «Τυχερό Πέτρο» του Στρίντμπεργ και βέβαια ο Σβεν δεν ένοιωθε πολλά πράματα από το έργο, ωστόσο διασκέδαζε με το δικό του τρόπο. Διασκέδαζε τόσο καλά, ώστε η ευθυμία του μεταδόθηκε και στους καθισμένους τριγύρω του ... Έπειτα όμως ήρθε η σκηνή, που παρουσιάζεται ο θάνατος στον ήρωα του έργου, κι ο Σβεν σώπασε.

Έπειτα σαν εδούλευε στο χτήμα του Χαγάνου ή στο χτήμα του Θεομίσητου δεν ένοιωθε κούραση· ήταν όλος χαρά και τραγούδι· νόμιζε πως καλλιεργούσε τον τόπο του· πως τ' αποδοσίδια της η γη τάκανε για δαύτον. — Μα δεν ξέρεις τι χώμα! έλεγε το βράδυ στην Ελπίδα· μάλαμακαθάριο μάλαμα. Και να τόχουν εκείνοι οι ακαμάτες!..

Η γιαγιά μου όμως λέει ότι μπορεί να είναι από τον κυρ Τζατσίντο, τον ανιψιό που έχουν οι κυράδες σας». Ναι, ο Έφις το ένοιωθε• έτσι πρέπει να ήταν. Έξυνε ωστόσο σκεφτικός το μάγουλο, με χαμηλωμένο το κεφάλι, και έλπιζε αλλά και φοβόταν μήπως κάνει λάθος.

« Κ' ένοιωθε τα σαράκια. » σ. 139 Σαράκι . Το γνωστόν έντομον το νύχτα και ημέραν εργαζόμενον και διά της επιμονής αυτού τρίβον αρχαία ξύλα ή οστά. Πάντες βεβαίως γινώσκουσι τον μονότονον και έρρυθμον τρυγμόν του ζωυφίου τούτου και την δυσάρεστον εντύπωσιν ην προξενεί ιδίως εν ώρα νυκτός. Σαράκι , μεταφορικώς κρυφία θλίψις φθείρουσα ηθικώς τον άνθρωπον. « Τώχω σαράκιτην καρδιά. »

Δεν ένοιωθε συγκίνηση, αλλά εκείνο το γλυκό, απροσδιόριστο παράπονο, που φαινόταν ν’ ανεβαίνει από την ηρεμία του πρασινωπού νερού, τον τραβούσε σαν δέλεαρ. Μπήκε, σήκωσε το βλέμμα και αμέσως κατάλαβε ότι το κτηματάκι ήταν κακοκαλλιεργημένο. Έμοιαζε με τόπο που δεν έχει νοικοκύρη: τα δέντρα ήταν κιόλας γυμνά από καρπούς κι εδώ κι εκεί κρεμόταν κανένα σπασμένο κλαδί.