United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το γιατί σκότωσε την κ. Abercrombie δεν εμαθεύτηκε. Μπορεί από κάποιο καπρίτσιο, ή για να τονώση κανένα φρικτό αίσθημα δυνάμεως, που ένοιωθε μέσα του, ή γιατί κάτι θα είχε υποψιαστή εκείνη, ή κ' έτσι δίχως λόγο. Αλλά ο σκοτωμός της Ελένης Abercrombie έγινε από τον ίδιο και τη γυναίκα του για ένα ποσό απάνω-κάτω από 18000 λίρες, για το οποίον είχαν ασφαλίσει τη ζωή της σε διάφορα γραφεία Ασφαλείας.

Ξεπέζευαν σιωπηλοί λες και είχαν μυστική συνάντηση σ’ εκείνο το μακρινό σημείο του κόσμου. Ο Έφις καθόταν με τον τυφλό στην είσοδο της εκκλησίας και του φαινόταν να ονειρεύεται. Εδώ επίσης δεν υπήρχαν άλλοι ζητιάνοι κι εκείνος ένοιωθε έναν αόριστο φόβο όταν οι ισχυροί και υπεροπτικοί άντρες, που από το στόμα και τα ρουθούνια τους έβγαινε μια άχνα ζωής, περνούσαν μπροστά του.

Εδώ γύριζε τριγύρω, σα να ένοιωθε από την πρώτη στιγμή πως είτανε στο σπίτι της. Εδώ λησμονήσαμε πως η ζωή κ' οι άνθρωποι μας είχανε πληγώσει βαριά και πως και μεις, για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, ανταποδώσαμε τα χτυπήματα. Εδώ λησμονήσαμε τη θλίψη του χειμώνα και τις εκνευριστικές διασκεδάσες του.

Δεν ήξερε γιατί, εδώ και λίγο καιρό, από το βράδυ εκείνο που είχε κουβαλήσει το καλάθι, από τότε που ο Τζατσίντο του είπε: «εσύ μαζεύεις λεφτά σαν να είναι κουκιά που θα τα δώσεις στα γουρούνια», ένοιωθε μέσα του ένα κενό, έναν περίεργο πόνο, σαν να του μετέδωσε ο ξένος το δικό του και όταν σκεφτόταν τις ξαδέλφες του αισθανόταν μια λύπηση ασυνήθιστη.

— Κ' είνε απ' τους παλιούς μας αυτά; — Να δε βλέπεις· τα λέει ο Ξενοφώντας, είπε η κόρη βάζοντας μπρος στα μάτια του το χερόγραφο. Ο Δημητράκης έβαλε το κεφάλι στα χέρια του κ' έμεινε σε βύθος για πολλή ώρα. Το τι ένοιωθε δεν ήταν σε θέση να μολογήση κι ο ίδιος. Μέσα στο κρανίο του κόσμοι χαλιόνταν και κόσμοι ανασταίνονταν με καταπληχτική γοργάδα.

Ξακολούθησα λοιπόν να γράφω το βιβλίο μου δίχως να μ' ενοχλή κανείς κάθε πρωί κ' η γυναίκα μου πηγαινοερχότανε σε μένα και σε κείνον, καθότανε στην κάμαρα του Σβενπου είταν ήσυχος, όταν την ένοιωθε κοντά τουκι όταν ο μικρός κοιμότανε, έβγαινε όξω νανασάνη καθαρόν αέρα και να μου διηγηθή όλα τα καλά σημεία, που πίστευε πως έβλεπε πάντα το προσεχτικό της μάτι.

Και ένοιωθε έναν αδιόρατο φόβο να στρέψει, να κοιτάξει εκείνη την αντρική φιγούρα που ήταν κάπως παράξενη, πράσινη και κίτρινη, ακίνητη πάνω στον πάγκο απ’ όπου λες και δεν θα ξανασηκωνόταν πια. Εκείνος όμως ξανάρχισε να μιλά για το ταξίδι, για το μοναχικό δρόμο και ρώτησε πόση ώρα χρειάζεται για να φτάσει στο Νούορο.

Τους αγαπούσε , γιατί ένοιωθε τον εαυτό της ανάμεσά τους, κομμάτι δικό τους, ενωμένη με τον άντρα μέσα από την αγάπης της, ενωμένη με τη γυναίκα μέσα από τον πόνο της. Τους ευλογούσε, σαν μια γριά μάνα, αλλά αισθανόταν να την παρασέρνουν μαζί τους, μέσα στη ζωή όλο μυστήριο, όπως ο Ιησούς ανάμεσα στους γονείς του κατά τη φυγή προς την Αίγυπτο…..

Κι' ανίσως πλανεμένος Κανείς εδιάβαινε απ' εκεί κ' ένοιωθε τα σαράκια Να πριονίζουν άγρυπνα τα κούφια κατακλείδια, Κι' ολονυχτύς να τρίζουνε, έκανε το σταυρό του Κι' ούτε που γύριζε να ιδή το φοβερό το δέντρο, 'Σ τη μαύρην την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος, Γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος, Ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.

Τα παιδιά αλλάζανε μαζί μου ματιές, που λέγανε καθαρά πως το αιστανόντανε κι αυτά όπως και γω, όσο τους το συχωρούσε η ηλικία, ματιές που μαρτυρούσανε πως υποφέρανε το ίδιο, αν και τους είταν αυτών ευκολότερο να διασκεδάζουνε τους στοχασμούς τους. Ο Σβάντε σηκωνότανε και χάδευε τη μαμά και δεν ένοιωθε τον εαυτό του πειραγμένον, που δεν κατώρθωνε να ξεσυννεφιάση το βλέμμα της.