Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Το κατεφίλει παντού, επί του κοντακίου, επί της κάνης, επί του λύκου, επί των παφηλίων· το έσφιγγε σπασμωδικώς επί της καρδίας της· το εψηλάφει, απαλά απαλά, φοβουμένη μήπως πονέση, και του ωμίλει ενίοτε ως να ήτο έμψυχον. — Δε φιλείς και τον γιο σου, κυρά; είπεν εις αυτήν ο Μακρής. Η Μαλάμω εστάθη εις την φωνήν, ωσεί τότε εξυπνήσασα.
Ανεκάθισεν ιδρωμένος εις το στρώμα του, ενώ δ' έσφιγγε περί το μέτωπον το εν τη αγωνία του ονείρου λυθέν μανδήλιον, έλαβεν απόφασιν ηρωικήν. — Θα την πάρω, ανέκραξε! Το χρεωστώ εις τον σωτήρα μου. Πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου, να καθησυχάσω την συνείδησίν μου!
Όλοι ήσαν εις τους αγρούς, μόνον έν παιδίον τεσσάρων περίπου χρόνων εκάθητο κατά γης και εκράτει έν άλλο παιδάκι, περίπου έξ μηνών, προ αυτού μεταξύ των ποδών του καθήμενον· και το έσφιγγε με τα δύο χέρια εις το στήθος του, ώστε εχρησίμευεν εις αυτό ως είδος καρέκλας, και με όλην την ζωηρότητα που εκύτταζε γύρω γύρω με τα μαύρα του μάτια εκάθητο πολύ ήσυχα.
Γιατί μόλις έκαμε να στρίψη προς το ένα μέρος, φώναξε κάποιος πίσω του κι όταν πάλι γύρισε να κοιτάξη προς το άλλο, τον άρπαξε κάποιος στα χέρια, κάποιος που έτρεχε γλήγορα όσο μπορούσε, και πριν μπορέση να συλλογιστή καλά, βρέθηκε μέσα στην τραπεζαρία κ' η μαμά τον πήρε στην αγκαλιά και τον έσφιγγε τόσο, που δεν μπορούσε νανασάνη.
Το παπί εκολυμβούσεν ακατάπαυστα εις το νερόν διά να μη το αφήση να παγώση, αλλά κάθε νύκτα εστένευε περισσότερον η τρύπα εις την οποίαν ημπορούσε να κολυμβά, και εκινούσε τα ποδάρια του διά να μη παγώση όλη η τρύπα· αλλ' επί τέλους κατεκουράσθη το πτωχόν και δεν ημπορούσε να κινηθή, μίαν νύκτα δε ο πάγος το έκλεισε και το έσφιγγε γύρω γύρω.
Ο Ανθύπατος εκάθητο προς τα αριστερά, ο Αΰλος εις τα δεξιά και ο Τετράρχης εις το μέσον. Ο Ηρώδης εφόρει μέλαινα βαρύν μανδύαν αι παρυφαί του οποίου εχάνοντο υπό τα χρωματιστά κεντήματα. Εις τα μήλα των παρειών του είχε ψιμμύθιον, το γένειον του είχε το σχήμα ριπιδίου εις δε την κόμην του την οποίαν έσφιγγε διάδημα αδαμαντοκόλλητον είχε ρίψη κυανήν κόνιν.
Κάποια στιγμή όμως κατέβαινε κι εκείνη για να μπει στο χορό μαζί με τις άλλες γυναίκες, κι εκείνη έπαιρνε μέρος στη γιορτή και ήταν η πιο τρελή απ’ όλες, σαν την Γκριζέντα και σαν τη Νατόλια, και αισθανόταν στην καρδιά της τη φλόγα, τη γλύκα, το πάθος όλων εκείνων των γυναικών μαζί. Ο Τζατσίντο της έσφιγγε το χέρι και το πανηγύρι τριγύρω, μες στην αυλή, στον κόσμο ολόκληρο, ήταν γι’ αυτούς….
Μη μου ξαναμιλήσεις γι’ αυτό.» «Μόνο αυτό έχετε να μου πείτε;» «Μόνο αυτό έχω να σου πω.» Σώπασαν. Εκείνη έραβε, εκείνος είχε σηκώσει τα γόνατα και τα έσφιγγε με τα χέρια. Του φαινόταν ότι ονειρεύεται, δεν καταλάβαινε. Τελικά σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω.
Χωρίς να το νοιώθω απάγγελνα στίχους κ' ένας σπασμωδικός λυγμός έσφιγγε το λάρυγγά μου, σα να ήθελε να με πνίξη, και για νανασάνω έσκυψα από το ανοιχτό παράθυρο και κοίταζα την τοποθεσία, όπου γνώριζα κάθε άποψη, κάθε καμπή του δρόμου. Από τις πέτρες, όπου σκόνταβε το αμάξι, ένοιωσα πως είχαμε στρήψει στο μονοπάτι, που έφερνε στην κατοικία μου.
Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύη τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γιλέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμίν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί. — Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω; — Άφησέ με, δεν έχω τίποτε. — Είσαι ψεύτης! Ο Αγγελής ύψωσεν απειλητικήν χείρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν