United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάνω από το μαύρο φόρεμα, που φορούσε πάντα τώρα, είχε ριγμένο ένα ανοιχτόχρωμο επανωφόρι και το παράθυρο είταν ανοιχτό. Έσκυβε κάτω κ' ένευε ανυπόμονη γιατί δεν την παρατήρησα αμέσως κ' έτρεμε από συγκίνηση για τη χαρά, που θα ένοιωθα βλέποντάς την πως σηκώθηκε και πως μπορούσε να περπατή μόνη.

Πρόφερε τα λόγια αυτά με τέτοιον τόνο, σα να με παρακαλούσε να μην της φέρω αντίρρηση. Και δεν της έφερα. Κράτησα μόνο μέσα μου την ανάμνηση του φωτεινού νησιού της νιότης μας και παραξενευόμουνα που νόμιζα πως έβλεπα όλην την ώρα τάστρα ανάμεσα από τα φύλλα των σημύδων. Ενώ μιλούσαμε, η γυναίκα μου σηκώθηκε και στεκόταν πάλι κοντά στο μικρό κρεβάτι.

Και τότε ο Αγαμέμνος σηκώθηκε με το ραβδί το γονικό στα χέρια, ψιλόφτιαστη Ηφαιστοδουλιά.

Ο μεγαλόσωμος γιατρός, φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του, σηκώθηκε. — Ε! τι έχει το παιδί σου γερόντισσα; — Μην τα ρωτάς, κυρ γιατρέ. Ένα μήνα τόρα άλαλο, από κάψα σε κάψα. Αχ! παιδάκι μου... Και σήκωσε το παλιοχράμι, ξεσκέπασε το παιδί της από το κεφάλι ως τα πόδια.

Και τότε, μάρτυς μου Θεός, σίγουρα θα πας στα πανηγύρια, αλλά με τους ζητιάνους!» Ο Έφις ανατρίχιασε∙ αυτό ακριβώς ήταν το όνειρό του για εξιλασμό. Σηκώθηκε και είπε: «Θα κάνω τα πάντα. Με την προϋπόθεση όμως ….» «Με την προϋπόθεσητον ρώτησε ο άλλος πιάνοντάς τον από το μανίκι. «Κάθισε λοιπόν, διάολε, και πιες. Με την προϋπόθεση;» Ο Έφις αφέθηκε πάλι να πέσει στην καρέκλα.

Ποιος ξέρει πού ταξιδεύει; Ταξίδι χωρίς μπούσουλα... — Δεν είπε μαθές τίποτα στο σπίτι του, σαν έφυγε; Δεν το πήρατε χαμπάρι το τι μελετούσε; ρώτησε κάποιος απ' την παρέα. — Τι να πη; αποκρίθηκε βαριεστισμένος ο Μιχαληός. Τρελλός άνθρωπος τι να πη;... Μοναχός μου τον πήγα ψες στο σπίτι, του, που πάλαιβε με τα σκυλιά των καϊκιών. Σαν νύχτωσε, σηκώθηκε στο πόδι.

Σηκώθηκε και πήγε σ' ένα κρεβατάκι, που είταν πλάι στο δικό μας, κ' έσκυψε απάνω εκεί σ' ένα στρογγυλό, δροσερό προσωπάκι, που κοιμότανε και που τα χείλη του σαλεύανε, σα να βυζαίνανε στο μητρικό στήθος. — Σε γέννησα με πόνους; είπε, σα να μιλούσε μόνη της. Όχι, με χαρά κι αγαλλίαση, με χαρά τόσο μεγάλη, που δεν τη γνώρισα ποτέ ως τότε.

Άλλοι μας πάλε πήγαν κι έπιασαν τις Πέτρες και το Σταυροράχι λίγο παρακάτω, και χτυπούσανε σύγκαιρα από τη μεριά εκείνη. Οι Τούρκοι, που θαρρέψανε στην αρχή πως κατεβαίνουμε να προσπέσουμε, άμα πρωτάκουσαν τουφεκιές, λύσσαξαν και πήγαν. Όλο τους το σκυλολόγι σηκώθηκε στάρματα, κι από την ώρα εκείνη ως ταπομεσήμερο πέφτανε χαλάζι τα βόλια τους στα ταμπούρια μας καταπάνω. Είχαν και τρία κανόνια.

Σαν είδε όμως άξαφνα τους Ούνους και χαλνούσαν τον κόσμο περίγυρα, από ποιόν άλλονα να ζήτηση βοήθεια παρ' από το Βελισάριο; Αν και γέρος πια τώρα εκείνος, αν κι αποκαμωμένος και βαριεστημένος, σα λιοντάρι όμως σηκώθηκε να πολεμήση τους Ούνους.

Σαν τα αποείπανε, σηκώθηκε η θεια Ελέγκω να φύγη φίλησε τη Βεργινία : Θάρχωμαι, Βεργινίτσα μου, να σε βλέπω πιο συχνά τώρα• να βλέπω και πως τα πάει κ' η Λιόλια. Μη σεκλετίζεσαι! περαστικά είναι.