Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Σε λίγο ο νιος σηκώθηκε μαζί με την κοπέλλα. Αδρασκέλισε το χαμηλό παραθυράκι και σε λίγο δε φαίνουνταν παρά το κεφάλι του· μι' αστραπή έλαμψε· ένα κεφάλι τσοπάνου φάνηκε μαυριδερό, λεβέντικο, όμορφο, με γλυκά μάτια.

Θα γίνω... είπε και ξανάκλεισε τα μάτια του. Ο Βαγγέλης καθότανε και τον κύτταζε. Μια στιγμή δεν του φάνηκε διόλου καλά. «Αγγελοκρούζεται», είπε μέσα του. Σηκώθηκε και ζύγωσε στη γυναίκα με τρομάρα. — Κυρά Ασημίνα... καλέ, κοιμάσαι, καλέ; — Τι είνε; έκανε κείνη ξαφνιασμένη και τινάχτηκε απάνω. — Δεν τονέ βλέπω καλά. Τον χάνομε. Κουράγιο τώρα. Να σύρω να μιλήσω στη γειτόνισσα...

Ο ήσκιος φίλησε μ' ευλάβεια τον πεσμένο κορμό· έπειτα σηκώθηκε βιαστικά, γύρισε τα μάτια ολόγυρα και κούνησε αργά το κεφάλι σα νάκλαιγε την τόση καταστροφή. — Μάννα! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος, απλώνοντας τα χέρια. Ήταν ίδια η κυρά Πανώρια· η κορμοστασιά, το μέτωπο, το βλέμμα εφανέρωναν πως ήταν εκείνη. Δεν έδωκε όμως απάντηση στη φωνή του γιου της. Ούτ' έδειξε πως τον άκουσε.

Μα πρώτα με τα λόγια εγώ λέω ναν τους δοκιμάσω όπως τεριάζει, και θα πω να φέβγουμε απ' την Τροία μαζί με τα πολύσκαρμα καράβια. Μον τηράτε, εσείς τότε άλλος απ' αλλού ναν τους κρατήστε πίσω75 Είπε και κάθησε. Κι' εφτύς σηκώθηκε κατόπι ναν τους μιλήσει ο βασιλιάς της αμμουδάτης Πύλος.

Τότε η ντόνα Έστερ σηκώθηκε ακουμπώντας το χέρι στη ράχη του πάγκου και στάθηκε παρατηρώντας τους σοβαρή. «Τι καλός μου λες;», είπε η Νοέμι, χωρίς να γελά πια. «Είναι γέρος τώρα και δεν μπορεί πια να κοροϊδεύει τον κόσμο∙ αυτό είναι όλο!

Να, τώρα που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γρηά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κ' ήθελε να γένη ο γάμος τώρα . . . Εγώ είπα να γένης πρώτα καλά εσύ, κ' ύστερα να μας βάλουν στέφανα . . . Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλίση . . . Ως τόσο, είσαι και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;

Τι να σας πω, μωρές τσιούπρες, είπ' η Κώσταινα, και στάθηκε κι' ακκούμπησε σ' ένα μεγάλο λιθάρι, για ν' ανασάνη. Αλήθεια σαράντα χρόνια έχω ξενιτεμένη, σαράντα χρόνια έχω, που καρτεράω να ισκιώσ' η θύρα μ', κι' αυτή η έρμη η μέρα δε φαίνεται νάρθη, αλλά δεν απελπίζομαι . Και λέγοντας αυτά τα λόγια, αναστέναξε μες από τα φυλλοκάρδια της, και σηκώθηκε να τραβήση τον δρόμο.

Αυτός το έκανε, και μετά ξαναεμφανίστηκε τραβώντας δυο μαύρα σκυλιά από μια αλυσίδα, και τα έφερε στο κέντρο της αίθουσας, Η Ζωηδία τότε σηκώθηκε από την θέση της μεταξύ των δερβισάδων και του Καλίφη και περπάτησε σιγά προς το μέρος του βαστάζου με τα σκυλιά. «Πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας», είπε με ένα βαθύ αναστεναγμό, σηκώνοντας τα μανίκια της και παίρνοντας ένα μαστίγιο από την Σεραφεία είπε στον άντρα, «Πάρε το ένα σκυλί από την αδελφή μου Αμινά και δώσε μου το άλλο».

Νιός έτσι ακόμα ας είμουνα, έτσι γερά ας βαστούσα, σαν τότες που τ' Αμαρυγκιά θαφή είχαν στο Βουπράσι, 630 του βασιλιά τους, κι' έστησαν αγώνες τότε οι γιοι του. Εκεί κανείς τότ' ίσος μου δε βγήκε, θες Πυλιώτης, θες Επειγός λιοντόψυχος θες Αιτωλός βουνήσος. Στους γρόθους πρώτα νίκησα τον άξιο Κλυτομήδη· στο πάλεμα ένα απ' την Πλεβρό λεβέντη, τον Αγκάγιο, 635 που να μου βγει σηκώθηκε.

Συνεπαρμένος από την επιτυχία του ο τυφλός ζωήρεψε, σηκώθηκε, διηγήθηκε την ιστορία της Θάμαρ με τις πίτες. Οι βοσκοί γελούσαν δίνοντας μεταξύ τους και καμιά αγκωνιά. Έφεραν γάλα, ψωμί και έδωσαν και μερικά κέρματα στον τυφλό.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν