Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Η Σμαραγδούλα, ευτύς ύστερ' απ' αυτό έκλεισε το παράθυρο και την πόρτα της κ' επλάγιασε να κοιμηθή. Εμετανόησ' ευτύς για τη λέξι και είδε κακά όνειρα τη νύχτα κείνη, την αυγή δε, ευτύς που σηκώθηκε, άκουσε θόρυβο στην πόρτα της και ομιλίες και ξεφωνητά. Έτρεξε και τι να ιδή; Από ένα χαλκά της οξώπορτας του κάτω σπιτιού εκρεμότανε ένα γουρουνάκι σφαγμένο!
Σηκώθηκε και ξεκίνησε, έπειτα γύρισε πίσω για να πάρει το δισάκι που κρεμόταν σ’ ένα κρεμαστάρι κάτω από το χαγιάτι. Το κρεμαστάρι, καρφωμένο εκεί από αιώνες, ξεκαρφώθηκε και αναπήδησε ανάμεσα στα βότσαλα της αυλής σαν ένα μεγάλο, μαύρο δάχτυλο. Εκείνος ανασκίρτησε. Ναι, έπρεπε να φύγει∙ ακόμη και το κρεμαστάρι ξεκαρφώθηκε για να μην δεχτεί πια το δισάκι του.
Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει. — Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ Μυλόρδε, και καλλίτερα να μη την πειράζετε έτσι. — Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είνε αυτή που θάρθη μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κ' είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.
Μα τώρα πριν σηκώθηκε και να με βρει ήρθε πρώτος, κι' εγώ ίσα ίσα αφτούς που λες τον έστειλα να κράξει. 125 Μον πάμε, κι' όλους στα πορτιά θα σμίξουμε τους άλλους με τους φρουρούς μαζί, τι εκεί να συναχτούν τους είπα.» Τότες του λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Έτσι δε θα στραβοθωράει κανείς μας μες στ' ασκέρι, όχι δε θαν του λέει κανείς σα βγαίνει και προστάζει.» 130
Σηκώθηκε με σεβασμό μπροστά τους την ώρα που κάθονταν στον πάγκο και μόνο όταν η ντόνα Έστερ ρώτησε: «Έφις, ξέρεις τι συμβαίνει;» εκείνος σήκωσε τα μάτια και είδε την Νοέμι να τον καρφώνει με το βλέμμα, όπως ο δικαστής τον κατηγορούμενο. «Ξέρω. Εγώ φταίω. Για καλό όμως το έκανα.» «Όλα για καλό τα κάνεις εσύ! Φαντάσου να τα έκανες και για κακό! Στο μεταξύ όμως….» «Δεν είναι δα και εχθρός!
Αλλά, με κλάμματα εκείνη κουνούσε το κεφάλι και δεν ήθελε να τον πιστέψη. — Αλλοίμονο, είπε ο Ογκρίν, πώς να παρηγορήση κανείς πεθαμένους; Μετανόησε, Τριστάνε· γιατί, όποιος ζη στην αμαρτία χωρίς να μετανοή, είναι πεθαμένος. — Όχι! είμαι ζωντανός, και ούτε μετανοώ. Θα γυρίσουμε στο δάσος που μας προστατεύει και μας φυλάει. Έλα, Ιζόλδη, φίλη!» Σηκώθηκε η Ιζόλδη. Πιάσθηκαν από τα χέρια.
Ήτανε φερμένα όλα τα παιδιά του μαγαζιού. Ήταν κι αρκετοί φίλοι του Νίκου : ο Ντίνος, ένας Τζαννέτος, ξυλογλύπτης κι αυτός, που σηκώθηκε κ' ήρθε απ’ τη Βάθεια, ο Ηρακλής που δούλευε στο σελλάδικο του Ντίππελ, ο Γιώργος ο Ροντάκης, ο γλύπτης, κι ο Αντρίκος ο υποκελευστής με τη στολή του. Ήταν και μερικοί απ’ τη γειτονιά και πρώτος πρώτος ο χοντρός ο μπακάλης, ο κυρ Μπάμπης.
Κι αντίς νανέβη το βήμα και να τους κοπανίση τους κομματικούς εκείνους κ' ίσως αγορασμένους Επισκόπους μ' αντρίκια λόγια, σηκώθηκε και τους μίλησε σαν καλός πνεματικός και τους σύστησε ειρήνη κι αγάπη.
Πήρα τα βουνά σαν τρελλός. Σημάδια στενοχώριας τώρα στην όψη της Φωτεινής, και πρι να πάη ομπρός ο Προεστός καμώθηκε πως κάτι ήθελε να φροντίση, και σηκώθηκε και βγήκε από την κάμαρα. — Καλά έκαμε και βγήκε, κάνει τότες ο Προεστός. Δεν της έρχεται να τακούγη, δε μούρχεται και μένα να τα δηγούμαι μπροστά της. Την πήρανε σκλάβα με τον Κωστάκη στο Διβάκι.
Τότε ο Ντινάς σηκώθηκε: «Βασιληά, ξαναγυρίζω στο Λιντάν, και παραιτούμαι από την υπηρεσία σου». Κ' ενώ η Ιζόλδη του στέλνει θλιβερό μειδίαμα, ανεβαίνει στο άτι του κι' απομακρύνεται, περίλυπος και σκυθρωπός, με το κεφάλι σκυφτό. Όρθια στέκει η Ιζόλδη κοντά στην πυρά. Το πλήθος γύρω, φωνάζει, καταριέται το Βασιληά, καταριέται τους προδότες. Δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν