Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Σηκώθηκε ξαναμμένος, έκαμε δυοτρία βήματα γύρω στο τραπέζι κ' έπειτα κυττάζοντας τους σοφούς επρόσθεσε με σοβαρή φωνή·Θα το κάμω· να είστε βέβαιοι. — Εύγε σου· εφώναξε μ' ενθουσιασμό ο Περαχώρας, σφίγγοντας το χέρι του. — Σε συγχαίρω· είπε ο Αλαμάνος κάνοντας το ίδιο. Σε βεβαιώνω πως και τα δύο ημισφαίρια θα χειροκροτήσουν την απόφασή σου.

Της έπιασε τον ώμο, όπως ο Βαρόνος, κι εκείνη σηκώθηκε και πήγε να πάρει τα χρήματα από το σεντούκι: δυο χαρτονομίσματα των πενήντα λιρετών που τα ψηλάφισε για πολύ, κοιτάζοντάς τα στο φεγγαρόφωτο, ενώ σκεφτόταν ότι για το ταξίδι του Τζατσίντο αρκούσε το ένα. Έτσι το άλλο το έβαλε στη θέση του.

Χωρίς να περιμένη κυνηγούς και λαγωνικά, ο Βασιλιάς Μάρκος βάρεσε τ' άλογο για το Τινταγκέλ. Ανέβηκε τα σκαλιά της αιθούσης, κ' η Βασίλισσα άκουσε τα βιαστικά βήματά του ν' αντηχούν στης πλάκες. Σηκώθηκε, πήγε να τον συναντήση, του πήρε τάρματα, τούλυσε το σπαθί καθώς συνήθιζε, και υποκλίθηκε ως τα πόδια του.

τα Γιάννινα, τον καιρό του Αλήπασσα, ο Καραϊσκάκης, νειός ακόμα, χόρευε μια φορά μ' άλλα παληκάρια. Ενώ έσερνε, μπροστινός, τον Τσάμικο, κ' έκανε πολλές γύρεςτον τόπο , όπως λεν, πέρασε την ιδία στιγμή ο Μουχτάρ πασσάς, γυιός τον Αλήπασσα. Η φουστανέλλα του Καραϊσκάκη σηκώθηκε τον ανήφορο καί φάνηκαν τα πλιάτσικα . Ο Μουχτάρ πασσάς πειράχτηκε. Πήγετον πατέρα του και παραπονέθηκε.

Αφού σκοτώθηκε ο Μάρκος, έφεραν οι Σουλιώτες το λείψανό του και το ξάπλωσαν εμπρόςτο νάρθηκα της εκκλησιάς του Μοναστηρίου. Σηκώθηκε τότε ο Καραϊσκάκης από το κρεββάτι κ' επήγε σέρνοντας και φίλησε με δάκρυα το νεκρό του Μάρκου· κ' είπε·Άμποτε, ήρωα Μάρκο, κ' εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω. Κ' επήγε αληθινά όπως ευχήθηκε, ο ήρωας.

Εκείνος έκανε νόημα πως ναι, έπειτα σκέπασε το κεφάλι με το χράμι και εκεί κάτω του φαινόταν πως ήταν κιόλας νεκρός, αλλά, παρόλα αυτά, χαρούμενος για την καλή τύχη των κυράδων του. Και η Νοέμι σηκώθηκε νωρίς.

Είπε, κι' εφτύς να παραβγούν σηκώνουνται αλογάδες. Αρχύτερα ολωνών πολύ ο Έβμηλος σηκώθη, τ' Αδμήτου ο γιος, που πρώτεβε σ' αλογοσύνης τέχνη. Κατόπι του Τυδέα ο γιος σηκώθηκε, ο Διομήδης, 290 κι' άτια διο ζέβει Τρωϊκά, που τάχε απ' τον Αινεία άλλοτε αρπάξει, μα έσωσε το νοικοκύρη ο Φοίβος.

Τότες ο γερο-Νέστορας σηκώθηκε όρθιος κι' είπε «Διομήδη, και στη μάχη εσύ είσαι γερός περίσσα, και στη βουλή όλους ξεπερνάς τους συνομήλικούς σου. Όσοι Αχαιοί, το λόγο σου κανείς δε θ' αψηφήσει, 55 δε θ' αντιπεί· μα στης δουλιας δεν πήγες κι' ως στο βάθος.

Όμορφη πιστικιά, δος μου το αθάνατο νερό απ' τα χειλάκια σου. Η όμορφη βοσκόπουλα, που κάθε μέρα καρτερούσε το νιο τον κυνηγό και κάθε μέρα τον απόδιωχνε με την κάκια της αγάπης, σηκώθηκε απάνω μ' έναν όμορφο θυμό και ξαναείπε: — Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ. Εγώ έχω αδέρφια και ξαδέρφια κι' αν σε ιδούν σιμά μου, το αίμα σου θα τρέξη ποτάμι στο πράσινο το χορταράκι.

Όμως ο Μεχμέτ αγάς, άνθρωπος φανατικός κι αυτός και σκύλινος, άμα τώμαθε αυτό σηκώθηκε ο ίδιος μια νύχτα και πήγε στη Μητρόπολη με δυο ταμπόρια ασκέρι· μπήκε στους οντάδες του Δεσπότη, τον εφοβέριξε, τον έβρισε και πρόσταξε τ' ασκέρι του να πάρουν τες δυο τσιούπρες και να τες παν σε Τούρκικο σπίτι. Τι να ιδής τότες.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν