Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Σε λίγο, ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν ντύθηκαν σαν προσκυνητές, πήραν ρόπαλα και κάπες, σα νάθελαν να πάνε να προσκυνήσουν τ' άγια λείψανα σε μακρυνό τόπο. Απεχαιρέτισαν τον Δούκα Χοέλ. Ο Τριστάνος πήρε μαζύ τον Γκορνεβάλη, κι' ο Καερδέν έναν ιπποκόμο μοναχά. Μυστικά, αρμάτωσαν ένα καράβι κι' αρμένισαν για την Κορνουάλλη.

Και ο τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον.

Την πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν πολλήν στράταν· μα την δευτέραν ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που οι ναύται έχασαν όλην τους την ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να υπάγη το καράβι εις την διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα που δεν εκαταποντισθήκαμεν.

Ένα καράβι εδώ εμάζωνε την άγκυρα· παρέκει άλλο έρριχνε και τη σπεράντσα· άλλο εκατέβαζε τις σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, εκεί τα βαπόρια εκάπνιζαν. Επλάκωνε νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ετοιμαζόταν να τον αντικρούση με όλα του τα σύνεργα. Και αλήθεια σε λίγο επλάκωσεν ο εχθρός.

Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν• καιτην στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του, το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115 και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν, και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα, μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι, 'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον• τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120 καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρητην πατρίδα• και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα, έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση• κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•

Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν Παλούμπα.

Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον.

Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις, εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355 και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων, απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα, ότιτο πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι. και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360 κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν, και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν. και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365 ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου, κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι• αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα, κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, Αχ! για καλό δεν μ' έχετεύπνο βαρύ βυθίσει• κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».

Δεν θ’ άξιζε καράβι ή κάστρο έρημον απ’ ανθρώπινη ζωή που μένει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πολύ γνωστοί μου οι πόθοι σας, δυστυχή τέκνα. Ξέρω και τι σας έφερεν ενώπιόν μου. Ξέρω η αρρώστια όληνε δέρνει την πόλιν, μα σαν εμέναν’ άρρωστος κανείς δεν είναι. Εσείς μονάχα θλίβεσθε για τον εαυτό σας. Μα για την πόλιν και για μένα και για σένα πονεί, ραγίζεται η ψυχή του βασιλέως.

Η Μπέλλα η αδελφή του και το καράβι ήσαν τα μόνα του ιδανικά, η μόνη του χαρά, ο κόσμος όλος! Και η αδελφή του όμως δεν τον αγαπούσε ολιγώτερον και σήμερον ενθυμούνται την μικράν Μπέλλαν, όταν ο αδελφός έλειπε στα ξένα, να καταβαίνη εις το παράλιον με καμμιάν φιληνάδα της και εις την άμμον επάνω, ή επί βράχου, να τραγουδή, όταν έβλεπε καράβι να διαβαίνη.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν