Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε.
Όχι δυο· ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί και το Σμαρώ ήταν μαζί μας πάντα, το Σμαρώ ακριβή χαρά και μοναχός καυγάς μας. Άξαφνα όμως μας άδραξεν ο πατέρας και μας έρριξε στην «Άγια Μαύρα». Μας εμάγεψεν η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες ήσαν για τα πλεούμενα. Όνειρό μας ήταν να εμπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλείτερο ακόμη.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι• 280 αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω».
Το κύμα δε το μελαψό καταβροντούσε γύρου Εις την τροπίδ' του καραβιού, οπού περιπατούσε· Κι' αυτό τους δρόμους σχίζοντας, έτρεχ' απάν' 'ς το κύμα. Λοιπόν 'ς το μέγα στράτευμα των Αχαιών σαν πήγαν, Ετράβιξαν εις την στεριάν το μελανό καράβι Ψηλά 'ς τον άμμον κ' έβαλαν στυλώματ' αποκάτω· Κ' εσκόρπισαν εις ταις σκηναίς αυτοί, και 'ς τα καράβια.
— Παπαδράκο! ακούσθηκεν άλλαις τρεις φοραίς τρεμουλιαστή βοή σαν κλάμα από την κατάξηρη των Ψαρών ράχη. — Θεός σχωρέσ' τονε! Είπαμε όλοι τότε κ' εκάμαμε τον σταυρό μας. Κ' εβγάλαμε τα κασκέτα μας, ξεσκούφωτοι, σαν να περνούσεν από πάνω μας την ώρα εκείνη η ψυχή του Παπαδράκου, του γυιού της Παπα-δράκαινας, που έσωσε πέντε σπίτια εκείνη την νυχτιά κ' ένα καράβι.
Έρχεται στο κρεββάτι του Τριστάνου και λέει: «Φίλε, ο Καερδέν φθάνει. Είδα το καράβι του στη θάλασσα. Σιγά-σιγά προχωρεί. Μολαταύτα το αναγνώρισα. Ο Θεός να δώση να σου φέρη τη γιατρειά σου» Αναταράζεται ο Τριστάνος. «Ωραία φίλη, είσαστε βέβαιη ότι είναι το καράβι του;! Λοιπόν, πέστε μου τι πανί έχει. — Το είδα καλά. Το έχουν ολάνοιχτο και τεντωμένο πολύ ψηλά, γιατί ο άνεμος είναι αλαφρός.
Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. 715 και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι— αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν 'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι• και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη. αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, 'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».
Τόρα τα γέλοια αντήχησαν στο καράβι από άκρη σε άκρη και στις στεριές δίπλα, σκαστά και τρανταχτά, που έπνιξαν κάθε άλλη φωνή. Αλλ' ο Μίμης ο Γαλαξειδιώτης ήρθε τότε σύντροφος στον γέροντα και ηθέλησε να τον βοηθήση στην γλωσσοφαγιά. — Μωρέ δεν τους μιλάς! είπε προστατευτικά. Όποιος δε μιλεί εδώ μέσα ζωντανόν τον θάφτουνε.
Ανάμεσα εις τα χορεύοντα κύματα, εις το έρεβος της νυκτός και το χάος, ο Νικολός κι' ο φίλος του είδαν έξαφνα έν φως μικρόν, ως λαμπυρίς, να σείεται, ν' αφανίζεται, και πάλιν ν' ανακύπτη. Κάποιον πλοίον αγωνιούσε κ' επαράδερνεν εκεί εις το μαύρον πέλαγος. — Να, ένα καΐκι, είπεν ο Νικολός το Πιτς. — Καράβι μεγάλο είνε! είπεν ο υιός της Γαλοντζίτσας.
— Να κόψουμε μια λεύκα. — Να πάρουμε φλαμούρι να κάμουμε καράβι. — Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα. — Εσύ θα είσαι μαραγκός, κ' εγώ πρωτομάστορας. — Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μία φωνή. Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τετάρτην φοράν από την κρύπτην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν