Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Κάποιο γαμπρό μελετούσανε οι δυο γερόντοι. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα του Μαρτίου, που ρίξανε το καινούργιο καράβι του πατέρα της στη θάλασσα. Το καράβι είχε τόνομά της: «Ταρσίτσα» κι' αυτό. Ποιος ξέρει πού να βρίσκωνται τώρα τα μαδέρια του και τα στραβόξυλά του, χρόνια ναυαγισμένο στη Μαύρη θάλασσα! Εφτά χρονών ήτανε τότες η Ταρσίτσα, μα το θυμάται σαν και σήμερα.
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω. και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155 τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις, ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι. μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160 αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη 'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις, την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165 και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον, και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων. και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170 κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα• εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175 ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».
Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκε 'ς τα πόδια της η σκούνα. Μέσα 'ς την νύχτα και 'ς την χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστά 'ς την πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.
Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον• «Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160 αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει, ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του εις το φορτίο, και άγρυπνο 'ς ταις πραγματειαίς το μάτι, και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις».
Τρικάταρτο καράβι πρόσμενε εκεί να φορτώση τη θλιβερή την πραμάτεια που από χώρες κι από χωριά παντούθε κατέβαινε.
Έφυγα μυστικά από το σπήτι μ' ένα καράβι που έφευγε για εμπόριο μακρυά, γιατί ήθελα να μάθω πώς είναι και τι κάνουν οι άνθρωποι των γειτονικών τόπων. Αν με θέλετε να με πάρετε μαζύ με τους κυνηγούς σας, θα σας ακολουθήσω ευχαρίστως, και θα σας μάθω, ωραίε Άρχοντα, κι' άλλα ευχάριστα συστήματα του κυνηγιού.»
Και σαν ανέβηκε η θεά στον Έλυμπο, η Αβγούλα, στο Δία κι' όλους τους θεούς να πει πως ξημερώνει, προστάζει τους καλόφωνους τους κράχτες να φωνάξουν 50 σε συντυχιά τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες. Κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι. Και πρώτα οργάνιζε βουλή των δυνατών αρχόντων κοντά στου γερο-Νέστορα το μελανό καράβι.
Τότε εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις ένα ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν από το καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις την πρύμνην του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον, και ήλθαν και μ' επήραν, και με έφεραν εις το καράβι τους.
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, 465 'ς την πόλι τριγυρίζοντας• και μ' έβιαζε η ψυχή μου, άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι. ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου. και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου• 470 άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει, κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι, 'πώμπαινε 'ς τον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε, και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο• και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» 475
Κάνει χρεία, ότι ένας άνθρωπος από την συντροφιάν να κτυπήση τρεις φορές με το ξύλο επάνω εις το τύμπανον εις το πρώτον κτύπημα το καράβι θέλει ξεμακρύνει έως ένα τράβηγμα σαΐτας, εις το δεύτερον θέλει χαθή από την όρασιν ετούτου του βουνού· και εις το τρίτον θέλει ευρεθή εις την στράταν όπου θελήσει· και ο άνθρωπος που θέλει χτυπήσει το τύμπανον πρέπει θεληματικώς να μείνη εδώ, και οι άλλοι να μισεύσουν».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν