Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


«Έτσι, είπαν μέσα τους, μια υπερφυσική μουσική εσκέπαζε το καράβι του Αγίου Βρεντάν όταν αρμένιζε κοντά στα Νησιά της Τύχης απάνω σε μια θάλασσα άσπρη όπως το γάλα». Πήραν τα κουπιά και τράβηξαν γρήγωρα για να φθάσουν τη βάρκα, που πήγαινε στην τύχη και τίποτα δε φαινότανε να ζη μέσα εκτός από τη φωνή της άρπας.

Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας• «Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα, αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου. και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150 να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω, όπως ξεμάθουντο εξής να προβοδούν ανθρώπους».

Όλα μέσα στο μαγικό φως λουσμένα είχαν μια πλάνα έκφρασι, σαν να ήσαν τα νησιά των Μακάρων. Το πουλί μας είχε ρίξει κάτω από την Ερημόμηλο κ' εβλέπαμε φώτα στο Κάστρο της Μήλου και άλλα κάτω στα Κρητικά να παιγνιδίζουν στο νερό σαν χρυσόφιδα και δυο φωτιές μεγάλες να χύνωνται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι που έλεγες τόρα θ' ανάψη κ' εκείνο.

Ετούτο το θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με πολλήν βίαν εις το καράβι μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που έστεκεν εις την πρύμην, και τον έφερεν εις τον αέρα.

Για να ξέρουν οι βαρώνοι σου αν σ' αγαπάω με πιστή και τίμια αγάπη, κάνω αυτόν τον όρκο: ή θα πεθάνω σ' αυτήν την επιχείρησι ή θα φέρω 'δώ στο ανάκτορο του Τινταγκέλ τη Βασίλισσα με τα χρυσά μαλλιά». Αρμάτωσε ένα ωραίο καράβι, και το γέμισε με στάρι, κρασί, μέλι, και άλλες καλές τροφές.

Καθένας εφανταζόταν τη θεϊκή κατάρα, μαύρο πουλί ν' ακολουθή από ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται, να το μαδά και να το πετσοκόβη με φριχτή ασπλαχνιά. Κ' έλεγε καθένας τη θάλασσα, που τόσους και τόσους θάφτει καθημερινά στα κύματά της, άγρυπνη να επιβλέπη τους νόμους των ναυτικών.

Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165 οι Φαίακες μακρύκουποιτην θάλασσ' ακουσμένοι• και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου, ποιος σπέδισετην θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι, εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».

Κι' ήθελα κάποιο να με καταλάβει, ίσα-ίσα την ώραν αυτή που έκανα ένα περίεργο συλλογισμό. — Όλο ιδέες κατεβάζεις σήμερα! — Το καράβι μας είναι φτιασμένο από σίδερο, ξύλα, σχοινιά, χρώματα. Όλα αυτά ενωθήκανε σ' ένα σχήμα. Στη θάλασσα όλα τα καράβια γίνηκαν από τα ίδια υλικά κι' έχουνε το ίδιο σχήμα.

Η μόνη αγάπη, το πάθος μάλλον το οποίον εφαίνετο να τον κατέχη ολόκληρον, ήτο η προς την αδελφήν του αφ' ενός, και η προς το καράβι του αφ' ετέρου, θερμή, ολόψυχος προσκόλλησίς του. Είχαν να κάμουν όλοι με τον μοναδικόν αυτόν χαρακτήρα. — Τι διάβολο! έλεγαν μάρμαρο είν' αυτός ο άνθρωπος! Διότι δεν τον είδαν ποτέ να γλεντίση και αυτός, σαν νέος, δεν ενθυμείτο να τον είδε κανείς ποτέ να γελάση!

Τώρα που θα μπείτε στο καράβι θα τα βρείτε καλλίτερα. Πάνω στο κατάστρωμα του καραβιού του οι δίοποι κι' οι υπαξιωματικοί αεικίνητοι, βάρβαροι στις φωνές και στις κίνησες, περνούσαν απ' όλα τα μέρη του καραβιού διατάζοντας, φωνάζοντας, χειρονομόντας. Κάποιος αμούστακος ακόμη αξιωματικός μιλούσε με αυστηρότατο τόνο σ' ένα γέρο αρχικελευστή. Ο Ρένας σκέφτηκε: — Αν γινόμουνα έξαφνα ένας γλάρος!

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν