Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Κι' άκουσε το λόγο που σου κραίνω· μιας πίσω και μου τη ζητάει τη Χρυσοπούλα ο Φοίβος, μ' αθρώπους και καράβι μου εγώ θαν του τη στείλω, μα στο καλύβι σου θαρθώ κι' ατός μου θα σου πάρω τη νια σου, τη ροδόσταχτη Βρισούλα, για να μάθεις 185 σαν πόσο εγώ σε ξεπερνώ, να τρέμει ακόμα κι' άλλος όμιος μου εμένα έτσι ανοιχτά να μου προβάλνει κι' ίσος.»
Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου, αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400 κ' εμείς το πλοίο ρίξαμε 'ς τα διάπλατα πελάγη, τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι. αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι 405 επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω• κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα, τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας, κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι• και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410 'ς την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτού 'ς την πρύμη τον κυβερνήτη κτύπησε 'ς την κεφαλή, και άμ' όλα τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη• σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415 ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν, και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420 τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνή 'ς το κύμα. και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο• μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα, εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων. έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425 αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη, την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω. ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνη 'ς την φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430 και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθην 'ς την υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν, και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435 και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν. σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν. και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει, αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440 τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν. τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα, 'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα, κ' έλαμνα με τα χέρια μου 'ς εκείν' αποθωμένος. την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445 θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.
Δεν απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε κάθε λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά να εύρω κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το οποίον να ήθελα επιστρέψη εις τον πατέρα μου.
Και καθώς ο Ρένας τον κύτταζε χωρίς να μιλήσει, πρόσθεσε με γλήγορη χειρονομία: — Ίσα, ίσα και χτύπησεν η σάλπιγγα.. Θα μείνετε έξω, κύριε Ρένα. Τον έστειλε στο διάβολο. Οι ναύτες είχανε μπει σε δυο γραμμές. Ήτανε γελαστοί, καθαροί και ώμορφοι. Στο Ρένα φάνηκε πως όλο το καράβι θάβγαινεν έξω. Αλλά τότε ποιοι θα μένανε μέσα; Πραγματικά δεν μείναν άλλοι από τους τιμωρημένους...
Καταραμένη νάναι η μέρα που γεννήθηκα, καταραμένη η μέρα που μπήκα σ' αυτό το καράβι! Ιζόλδη, φίλη, και σεις, Τριστάνε, το θάνατό σας ήπιατε!» ... Και πάλι το καράβι αρμένιζε για το Τινταγκέλ.
— Ναι, αλήθεια, μάνα· του Ραχιώτη το καράβι, ακούς, οπού έλειπε καιρό και καιρό, κ' ήταν φόβος, δεν ήθελε η Ραχιώταινα, ακούς, να πάρη την Γκότσαινα να της κάμη τα μάγια μέσ' το αυγό, να ιδή με τα μάτια της η καπετάνισσα ανίσως είνε καλά το καράβι ή όχι· και τότε η Γκότσαινα της λέει· κι' αν φοβάσαι τα μάγια, πέσε στα θεοτικά· πάρ' ένα κορίτσι απάρθενο, αθώο, ως ένδεκα χρονών να είνε, κατέβασ' ένα 'κόνισμα απ' το 'κονοστάσι, δος της το στα χέρια να το κρατή ώρα πολλή, και να το κυττάζη ατράνταχτα, χωρίς να ξεκολλήση ούτε στιγμή απ' το 'κόνισμα το μάτι.
Μετά ολίγους μήνας το λοιπόν ύστερον από την υπανδρείαν μου, απέθανεν ο πατέρας μου και διαμοίρασα την περιουσίαν μου με έναν αδελφόν μου που είχα. Ετούτος ο αδελφός μου ωνομάζετο Ούρμα, ηθέλησε διά να αυξήση το έχειν του με την πραγματείαν· αγόρασεν αυτός ένα καράβι, και το εφόρτωσε πραγματείες διά να υπάγη εις τας Ινδίας, και έβαλεν όλον του το κεφάλαιον που επήρεν εις το μερτικόν του.
Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις τες αγκάλες του, και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι του και βάνοντας την μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν.
Τέλος, επειδή ένα γαλλικό καράβι ήταν έτοιμο να φύγη για το Μπορντώ, αφού πια δεν είχε να μπαρκαρίση πρόβατα φορτωμένα διαμάντια, νοίκιασε μια καμπίνα στη σωστή τιμή της και κοινοποίησε, ενώ ακόμα ήτανε στην πόλη, πως θα πληρώση το ταξίδι, την τροφή και δυο χιλιάδες πιάστρα σε όποιον τίμιο άνθρωπο θάθελε να τον συνοδέψη στο ταξίδι, με τον όρο, πως αυτός ο άνθρωπος θάτανε ο πιο απογοητευμένος από την κατάστασή του κι' ο πιο δυστυχισμένος της επαρχίας.
Την εβδόμην ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε ο καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν