Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Σα σούρπωσε κ' έπεσε η μέρα, την πήρε το παράπονο. «Να όψεσαι, παπά, που μ' αποκοίμισε. Νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, ήρθ' ο ταξιδιάρης να με πάρη. Κ' εγώ που τον περίμενα χρόνια και χρόνια, με πλάκωσε ο βραχνάς στην ώρα τη γραμμένη και δεν τον απείκασα. Χαρά σ' τηνε που αγαπούσε και περίμενε. Την πήρε κ' έφυγεΑναστέναξε βαθειά και σταύρωσε τα χέρια της μέσ' στην ποδιά της.

Η φωνή του τρεμουλιαστή, διάφανη, κρουσταλλένια, γέμισε τη νύχτα με μια γλύκαν ασύγκριτη. Έκρυβε τέτοιο παράπονο μέσα της, που μπορούσε να ραγίση και τα λιθάρια. Ολονών τα μάτια βουρκώσανε. — Έτσι ντε! Ψαλτικά μάλιστα, είπε ο Θανάσης. Ναναγαλλιάση κ' η ψυχή του μακαρίτη, εκεί που βρίσκεται. Ο Μαθιός αναστέναξε.

Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

Αρκεί να μ’ αφήσουν ήσυχο, εκείνες. Εγώ δεν ήρθα για να τις εκμεταλλευτώ, ούτε να ζήσω εις βάρος τους. Α, η θεία Νοέμι είναι φοβερή!», αναστέναξε ξαφνικά κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. «Α, Έφις, είμαι τόσο πικραμένος!

Εκείνος βέβαια δεν θα επέτρεπε στον Τζατσιντίνο ούτε καν να ξεμπαρκάρει. Τι λες, Έφις;» «Εγώ; Εγώ είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, αλλά λέω πως ο ντον Τζατσιντίνο θα ξεμπαρκάριζε οπωσδήποτε.» «Γιός της μάνας του, θέλεις να πειςαναστέναξε η ντόνα Ρουθ και ο υπηρέτης αναστέναξε κι εκείνος. Η σκιά του παρελθόντος ήταν πάντα εκεί, γύρω τους.

Ο γέροφιλόσοφος ένοιωσε τότε τα γέρικα στήθια του να πλημμυρούνε από ένα κατάλευκο φως. Κι' αναστέναξε. Ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Ένα αηδόνι, που τραγουδούσε μέσα στα κλαδιά του κυπαρισσιού, βουβάθηκε κι' αυτό. Το αλαφρό φλοίσβημα του νερού έσβυσε γλυκά στις όχθες της λίμνης. Το μακρυνό παράπονο του κούκου σώπασε. Όλους τους ήπιε το φως του φεγγαριού.

Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεούαναστέναξε, κοιτάζοντας τα χέρια του που ήταν μαυρισμένα και έτρεμαν. «Οι κυράδες σου είναι καλά; Δεν τις βλέπουμε πια, ούτε στην εκκλησία.» «Δεν πηγαίνουν ούτε στην εκκλησία, μετά τη συμφορά που τις βρήκε.» «Και ο ντον Τζατσίντο δε θα γυρίσει;» «Δε θα γυρίσει. Βρήκε δουλειά στο Νούορο» «Ναι, το αφεντικό μου τον είδε τώρα τελευταία.

Όταν σταμάτησε λίγο κι' αναστέναξε βαθειά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους. Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «...Πάντα ονείρου απατηλότερα». Σαν έσβυσε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ' τα μάτια του.

Μόνο σαν την είδε να κλαίη και να δέρνεται, πήδησε ένα κλαδί παρακάτω, έσκυψε πάνω απ' το κεφάλι της και της είπε: — Γιατί κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα; Αργεί ακόμα η αυγή. Σύρε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, για να σε προφτάση ο αγαπημένος σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε και είπε: — Καλό πουλί, το νυφικό μου κρεββάτι τόχω στρωμένο εδώ πέρα. Θα τον περιμένω ως που να γυρίση...

Το αηδόνι ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της ξαναμίλησε με γλυκύτερη φωνούλα: — Αν είσαι εσύ η αγάπη του, ο καλός σου έφυγε βιαστικός για να σ' ανταμώση. Γύρισε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, πριν προβάλη η αυγούλα. Γιατί, αν αργήσης ακόμα, δε θα προφτάσης τον καλό σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε πάλι.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν