United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δι' αυτό λοιπόν το ζήτημα, Σωκράτη, δεν θα σου είπω πλέον μύθον, αλλ' απόδειξιν· σκέψου λοιπόν κατά τον εξής τρόπον τι από τα δύο, υπάρχει έν πράγμα ή δεν υπάρχει, από το οποίον είναι απαραίτητον όλοι οι πολίται να μετέχουν, εάν πρόκειται να υπάρξη πόλις; Διότι διά τούτου λύεται αύτη η απορία την οποίαν έχεις, ή πουθενά αλλού δεν λύεται.

Τον κύτταξε ο Νίκος με κάποιο σοβαρό και σα λίγουλάκι άγρια, μα δεν είπε τίποτα. Τι με κυττάς;-ξαναείπε ο Μίμης που έβραζε μέσα του απ’όλο το βράδυ κ’ ήτον κίτρινος σαν το φλουρί-δε σ’ αρέσουμε ; Σα να μη στέκης αυτού καλά μου φαίνεται-είπε ο Νίκος και πήγε με τη Λιόλια στο βάθος της σάλας να την τραττάρη μια λεμονάδα στον μπουφφέ: ένα τραπέζι μακρύ που τούχανε φορέσει ένα κόκκινο φουστάνι από λαδόπαννο. . . Σε λίγο άρχισαν πάλι τα βιολιά κι ο Μίμης πήρε τη Λιόλια να χορέψουνε. . . Δε μίλησε ο Νίκος, μα είδε τη Λιόλια να τον κυττάζη με κάτι μάτια σα να τον αρωτούσανε μ' απορία θλιμμένη : «Γιατί αφήνεις να με πάρη αυτός από κοντά σου !;. . .» Του ήρθε να κάμη ένα σάλτο να την ξαναρπάξη απ’ τα χέρια του Μίμη.

Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της, παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθενΑλλά ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενεξηκολούθει, κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον, επαναλαμβάνων πυκνώς: — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!

ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Βλέπε λοιπόν και σκέψου• μέσα στο νου μαζέψου και σαν τη σβούρα να γυρνάς• κι' αν ίσως σε καμμία θα πέσης απορία, σε άλλη σκέψι να περνάς. Και διώξε από τα μάτια σου τον ύπνο το γλυκό. ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Ποιο έπαθες κακό; Τι υποφέρεις; ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ Άφησε τα κλαψίματα. Τι κάνεις συ; δεν σκέπτεσαι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ναι, μα τον Ποσειδώνα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Χάσου! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Να, τώρα μόλις χάθηκα.

Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος με απορία μεγάλη· σαν τι τέχνη ξέρεις ; — Ξέρω μια. — Για ν' ακούσω. — Δε στη λέω. — Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θέλεις, θες καράβια, θες χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω. Πες τη μου... Ο ναύκληρος έρριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως εσυλλογιζόταν τι να ζήτηση για πληρωμή. — Να σε βουλώσω θέλω· του λέγει άξαφνα. Άμα σταθής και σε βουλώσω σου τη λέγω.

Διά τούτο υπάρχει και απορία μήπως άραγε οι φίλοι δεν επιθυμούν διά τους φίλους των τα μέγιστα αγαθά• λόγου χάριν να γίνουν θεοί. Διότι τότε πλέον δεν θα είναι φίλοι δι' αυτούς, αλλ' ούτε και ευτύχημα, διότι οι φίλοι είναι ευτύχημα. Εάν λοιπόν ελέχθη ορθώς ότι ο φίλος επιθυμεί τα αγαθά διά τον φίλον του προς χάριν εκείνου, ίσως είναι ανάγκη να μένη καθώς είναι εκείνος.

Αυτό όμως φαίνεται ότι υπάρχει και εις τους ευεργέτας. &Αν πρέπει να είναι κανείς φίλαυτος ή φίλαλλος&. ― Υπάρχει δε ακόμη η απορία αν πρέπει κανείς να αγαπά προ πάντων τον εαυτόν του ή κάποιον άλλον. Διότι ο κόσμος κατακρίνει εκείνους, οι οποίοι προ πάντων αγαπούν τον εαυτόν των, και ωσάν ονειδιστικώς τους ονομάζει φίλαυτους.

Το επιχείρημα τούτο είχεν εις το πνεύμα του Μανώλη αποτέλεσμα μεγαλείτερον από όλην την μακράν νουθεσίαν του Σαϊτονικολή, ως έδειξεν η λάμψις την οποίαν οι οφθαλμοί του εξέπεμψαν. Εν τω μεταξύ όμως δεν έπαυε να βασανίζη την σκέψιν του η απορία διά την σημασίαν της απειλής του Τερερέ.

Και περιφερόμενος με νευρικότητα, παρατηρεί βλοσυρώς τους βρακοφόρους και φαίνεται ότι τον πνίγει η απορία: «Το τέλος του κόσμου έφθασε; Τι θέλουν αυτοί οι χωριάτες εδώ; Και πώς τους ανέχονται οι ευγενείς μου φίλοι και αυθένται

Και λοιπόν η δειλία σημαίνει ότι είναι δεσμός της ψυχής ισχυρός, ώστε ο &δεσμός& ο &λίαν& και ο μέγιστος της ψυχής φαίνεται ότι είναι η δειλία. Και είναι κακόν, ως φαίνεται, καθώς και η απορία και παν ό,τι εμποδίζει ένα πράγμα να κινήται και να προχωρή.