Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.

Και διαβάζανε και κυττάζανε της κολώναις και λέγανε, ένας τον άλλον χαιρετίζοντας: — Με τσ' γειαις! Με τσ' γειαις! Καθώς χαιρετίζουμε κ' εμείς, σαν κάμουμε γαμπρό ή νύφη, ή σαν έχουμε γεννητούρια, μαθές.

Καμμιά άλλη δεν απόχτησε ποτέ τα μούτζουνά σου· Τάχα οι αγγέλοι του ουρανού ομιάζουν τσ' αφεντιά σου; Μόνε αν έχεις ωμορφιά με κάλλη και με χάρι. Να μη τραβάς περήφανη παραπολύ καμάρι. Έχεμε στην αγάπη σου σα δούλον εδικό σου· Νου και καρδιά και γνώσι μου βαστάς στον ορισμό σου. Εσύ να δείχνης απονιά καθόλου δε σου πρέπει, Γιατί δε στέργει ο Έρωτας σκληρόκαρδαις να βλέπη.

Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο. Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό, κ' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως έκαμε γαμπρό. Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθή κι' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως θα στεφανωθή.

Άφησέ με, αν αγαπάς το Θεό, ανεφώνησεν αδημονούσα η Μαργή, απού βάνεις με τς' ώμορφους αυτό τον ανοστόπλαστο, το Σαρακηνό! — Κατέχει ο μπουρμάς είντά ν' ο χουρμάς; είπεν η χήρα με την γλώσσαν της πείρας. Ο άντρας έτσα πρέπει νάνε· γερός κιαντρειωμένος ... . — Ου! αντρειωμένος! αντείπε μορφάζουσα η Μαργή. Αντρειωμένος σαν το γάιδαρό μας. — Κιάν δεν είν' αντρειωμένος θα γενή. Κοπέλι' ν' ακόμη.

Μέσατα σπλάγχνα έβραζεν Η φλόγα. Και τη 'μέρα, Πουτην Παρθένο έστειλε Για να ευαγγελίση Τον Άγγελό του ο Θεός, Ότι θε να γεννήση Τον Ιησού . . . Πετάχθηκε Κ' η φλόγατον αέρα. Ξεχείλισε ο Βεζούβιος . . . Εσείσθηκαν οι τόποι . . . Και μεςτα πέρατα της γης, Το βροντερό τουφέκι Του Έλληνος ακούσθηκε . . . Φρικτό αστροπελέκι Κτυπά τους Τούρκους . . . Τρόμαξετον ύπνο τσ' η Ευρώπη.

Διά τούτο έσπευδαν να τα βοσκήσουν και να τα κλείσουν κατά τας θερμάς ώρας εις τις βουκολιές, είδος μεγάλων μανδρών σκιαζομένων υπό πλατάνων. Ο Αστρονόμος εθέριζεν εις έν από τα λιβάδια· διακόψας δε την εργασίαν του και παρατηρών την ομίχλην, εφώναξε προς τον Μπαρμπαρέζον, ευρισκόμενον εις γειτονικόν αγρόν: — Βλάβος θα πέση. Αρρώστεια και για τσ' ανθρώπους και για τα κηπικά.

Και πώς το κατές τουλόγου σου πως τσ' είνε γραφτό ναποθάνη; — Ο γιατρός τώπε. Μα κι ολοφάνερο 'νε πως έχει χτικιό κιαπ' αυτό το πάθος δε γλυτόνει άθρωπος. — Μα σα θέλει ο Θεός; — Δε λέω, σα θέλει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος... — Αι; σου λέω κεγώ πως ο Θεός δε θέλει ναποθάνη το Βαγγελιό. Εμένα μου τώπε... — Ποιος σου τώπε; — Εγώ κατέω ποιος μου τώπε. — Δε μου το λες κεμένα να το μάθω;

Δεν είδες είντά καμε πάλι οψές; Από μέρες και πειράζει το Μαρούλι τση Ζερβούδαινας κιοψές αργά όντεν εγύριζε απού τη βρύσι η κοπελλιά τσ' ήρριξε μια πέτρα και τσ' ήσπασε το σταμνί.

Να δείξη μ' εκείνα το σόι του. Κ' έπειτα να ζητήση το δικό του. Οι παλιοί του θέλησαν να διώξουν τους δικούς σου με τα κονίσματα. Όχι στα χέρια τους, στο θαύμα βασίζονταν. Τούτος θέλει να σε διώξη με τσ' αρχαιότητες! — Αμάν, Χριστιανοί μου, λυπηθήτε με. Να ποιοι ήταν οι Ευμορφόπουλοι κ' εγώ το παιδί τους υποφέρω. Δεν έχω σπίτι να καθίσω, δεν έχω χωράφι· μου τ' άρπαξε όλα ο Χαγάνος.

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν