Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Κύτταξε να της βρης κανένα άγγελο με κρέας και κόκκαλα. Ο έρωτας των άυλων φέρνει υστερισμούς. ΦΛΕΡΗΣ — Αυτό έλειψε. Να φροντίζουμε από τώρα για γαμπρό! Σαν έρθη η ώρα της θα φροντίσω. Δεν είναι καιρός ακόμα. Σιωπή! Θαρρώ πως έρχεται.... Οι παραπάνω, ΝΙΚΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣ Καλησπέρα, θείε μου. Σας γυρεύω μια ώρα. Α! καλησπέρα σας, κύριε Φλέρη. ΜΙΣΤΡΑΣ — Εδώ είμαι, μάτια μου. Τα λέω με το φίλο μου...
Μέσα 'ς τα σπλάγχνα έβραζεν Η φλόγα. Και τη 'μέρα, Που 'ς την Παρθένο έστειλε Για να ευαγγελίση Τον Άγγελό του ο Θεός, Ότι θε να γεννήση Τον Ιησού . . . Πετάχθηκε Κ' η φλόγα 'ς τον αέρα. Ξεχείλισε ο Βεζούβιος . . . Εσείσθηκαν οι τόποι . . . Και μες 'ς τα πέρατα της γης, Το βροντερό τουφέκι Του Έλληνος ακούσθηκε . . . Φρικτό αστροπελέκι Κτυπά τους Τούρκους . . . Τρόμαξε 'ς τον ύπνο τσ' η Ευρώπη.
Δεν την αγαπώ πλειο τη ζωή, γιατί σύμμασε η ώρα και κατά πώς το λέει κι' ο λόγος: «Τα μακρυνά μου κόντιναν, τα δυο μου γίγκαν τρία» και καμμιά προκοπή δεν έχω, και καμμιά ευχαρίστηση δε βλέπω πλειο, αλλά μόλα ταύτα ήθελα να ζήσω έξη-εφτά χρόνια ακόμα — αν δεν εύρισκε ως τότε δρόμο ο πατέρας τ'ς ναρθή — για να πάντρευα αυτή τη μαυρότσιουπρα, κι' ύστερα θάνοιγα τα χέρια μου κατά τον ουρανό και θάλεγα: — «Στείλε θε μ' τον άγγελό σ' να πάρ'ς το πνέμα μ'!»
Οι Τούρκοι όμως τάχρισαν όταν έκαμαν το ναό τζαμί, κ' έγραψαν αποπάνω αραβικά ρητά, κ' έτσι έμειναν ως τα 1847, που ο Σουλτάν Μετζίτης έβαλε Γάλλο μάστορη, το Φασσάτη, κ' έξυσε το χρίσιμο και ξανακαθάρισε τις ζουγραφιές. Μια τους παρασταίνει Άγγελο μέσα σε χρυσωμένο ουρανό με σφαίρα στ' αριστερό και κοντάρι στο δεξί χέρι, και τα διάπλατα φτερούγια του κατεβαίνουν ως χάμου.
Όταν δ' επλησίαζαν εις την οικίαν των, έσκυψε προς την μητέρα του και της είπε, προσπαθών να χαμηλώση την φωνήν του: — Αι, μα να το κατέχης ... ..εγώ θα πάρω το Πηγιό. — Δεν σου τα 'λεγα 'γώ; είπε γελών ο Σαϊτονικολής, όταν την επιούσαν έμαθε παρά της συζύγου του την εκμυστήρευση του Μανώλη. Αυτός ήρθε για να βρη το δαίμονά του, μα 'νε τυχερός κευρήκε άγγελο.
Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέπαζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυφλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πη, με φέρνει σ' ένα στασίδι. Είταν το στασίδι του Ψάλτη. Ό,τι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας. — Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα.
Τη φωνή της δε θα την ξεχάσω στη ζωή μου. Η φωνή της! Άκουσες άγγελο να λαλή και με μια λέξη ναπαντήση· «Ναι! ναι! το είδα, το ξέρω· μη γυρέβης άλλο να σου πω.» Πάει να φύγη και σκουντάφτει το μικρό της το ποδαράκι· κοντέβει να πέση, τη βαστώ. Με καίει ακόμη το πετσί της. — Λέλα, δεν έπαθες τίποτις; Λέλα μου, πες το. — Όχι! όχι! Είναι αργά. — Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, ύπνο καλό. Κοιμήσου καλά.
Και το σπίτι μου, τ' αρχοντικό μου ψήλωνε και θέριευε των φτωχών κυβέρνια, των φίλων παίνεμα και φτόνος των οχτρών. Κ' εγώ δεν έπαυα ν' αποζητώ το ριζικάρη, τον καλό μας άγγελο, του σπιτιού μας το στοιχειό. Τον ζήτησα στα κατώγεια και στ' ανώγεια, μέρα και νύχτα τον έκραζα. Μα δεν καταδέχτηκε ναρθή να μου μιλήση, νιο να ρίξη κρασί στο ποτήρι της χαράς μου.
Πώς έγιναν άξαφνα εχθροί και μισητά βαρούν κ' εγωιστικά σπρώχνονται οι χθεσινοί σύντροφοι, τα δύδιμα και τ' αχώριστα; Λέγει το σώμα τους άσβυστους καϋμούς, τους πόθους τους απλήρωτους, την αδοκίμαστη χαρά· λέγει και αναρρίχνεται στο στρώμα, ψηλαφά τα σεντόνια, σφίγγει με κερένια δάχτυλα τα προσκέφαλα, πάσχοντας να σφίξη τον δραπέτη άγγελο.
— Αχ! το ξέρω, ψυχή μ', πως το θέλ'ς και το παρα'θέλ'ς, αλλά.... είναι ψηλά μας ένας μεγάλος νοικοκύρης, που μας ορίζει όλους και στέλνει τον άγγελό τ' και μας μαζεύει... Έπειτα, τσιούπρα μ'... εγώ ζω άδικα πλειο. Είμαι πεθαμένη κι' άθαφτη. Μόνο οι δυο πόθοι με συγκρατούν και με βαστούν σε τούτον τον κόσμο. Ο καιρός μ' ήρθε από πολλής. Ούρμασε τ' απίδι και θα πέση κάτω από την απιδιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν