Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Τι είναι αυταίς η φαντασίαις, Που σου μπήκαν στο μιαλό; Αδερφέ μου, τράβα χέρι, 795 Δε σου βγαίνει σε καλό. Τήρα εδώ, κιαπέ άφινέ ταις, Της ορμήνιαις της πολλαίς. Που είσαι ακόμα όσο να φτάκης· Για ιδές τώρα· πώς μου λες; 800 Να φουσκόσω ακόμα κι' άλλο, Λείπει, φίλε, περισσό· Τελοσπάντων για να σόση Σε Βοϊδιού κορμιού ποσό,

Πετάχτηκε στη μέση ο Δάσκαλος, γιατί μυρίστηκε την τσίκνα: -Δεν είχε πια χορό· εγώ τον έπαψα το χορό, καθώς είδα που μπήκαν οι μασκαράδες. Ποιανού δε θα δώσης λόγο ρε !-φώναξε ο Μίμης αγριεμένος.

Η Σεραφεία απάντησε στον πραγματευτή ότι πρώτα πρέπει να συμβουλευτεί τις αδελφές της· αφού το συζήτησε, γύρισε και του απάντησε ότι αυτός και οι δυο φίλοι του είναι καλοδεχούμενοι. Αυτοί μπήκαν μέσα και υποκλίθηκαν ευγενικά στις κυράδες και στους καλεσμένους τους.

Εκεί όλοι μαζύ έγειναν ένα, και μπήκαν μέσα στα μνήματα. Όλος ο περίβολος του νεκροταφείου φεγγοβολούσε. Μες από τα κουτιά των πεθαμένων ξεπετούσε η ήμερη λάμψη του καντηλιού, που είχε ανάψει χέρι συγγενικό, ή φιλικό. Νόμιζε κανείς, ότι όλοι εκείνοι οι κάτοικοι του Κάτω-Κόσμου ξαγρυπνούσαν, περιμένοντες τον Επιτάφιο.

Με το που μπήκαν οι τρεις δερβισάδες υποκλίθηκαν βαθιά και ευχαρίστησαν τις κυράδες για την καλοσύνη και φιλοξενία τους.

Κι αποπίσω ένα μισότριβο ζευγάρι χωρικών ο άντρας με κοντοκάπι και πανταλόνια, η γυναίκα με καθαρή, καινούργια Αραχωβίτικη φορεσιά, μ' έναν αέρα μεγάλης ευτυχίας στο πρόσωπό τους και οι δυο. Μπήκαν όλοι μέσα στο μαγαζάκι, τους ακολούθησε κι ο αμαξάς, αφού έσυρε πρώτα τα λαχανιασμένα άλογα του από το δρόμο, στο φαρδύ ίσκιο ενός πλατανιού.

Τα σκυλιά μας, μπήκαν κι αυτά μαζί μας καταλασπωμένα και τρεμουλιασμένα από το νερό κι από το κρύο. Ξεφορτωθήκαμε το κυνήγι μας. Φαλαρίδες, παπιά και μπεκάτσες, ένας μεγάλος άσπρος κύκνος κι ένα σωρό κοτσύφια, κρεμάστηκαν ψηλά στο καπνισμένο δοκάρι της καλύβας.

Ας πούμε πως ήταν ο Λεωνίδας της Καισαρείας αυτός· να δούμε τώρα και τον Εφιάλτη. Ο Εφιάλτης τους είταν ένας γιατρός που ύστερ' από λίγο βασάνισμα δε βάσταξε, παρά καθοδήγεψε τους Πέρσους πούθε να χυμίξουνε μέσα στη χώρα τη νύχτα. Μπήκαν οι Πέρσοι κι αρχίζει μεγάλη σφαγή. Τριγύριξαν τότε και το Δημοστένη, και πασκίσανε ζωντανό να τον πιάσουν.

Όταν έφτασαν στο δάσος, εκείνη θέλησε να σταματήσουν, γιατί τα σωτήρια βότανα φύτρωναν γύρω τους άφθονα. Αλλά την ετράβηξαν πειο μακρυά. Έλα, κόρη, δεν είναι δω το κατάλληλο μέρος». Ο ένας σκλάβος εβάδιζε μπροστά της, ο άλλος την ακολουθούσε. Άφησαν τα πατημένο μονοπάτι, και μπήκαν μέσα σε βάτους, αγκάθια και γαϊδουράγκαθα ανακατωμένα.

Έκαναν μετάνοιες και σταυρούς και παρακαλούσαν μυστικά Παναγιά και το Χριστό, να τους φέρουν από την Ξενιτειά της μιανής τον γυιό της και της αλληνής τον πατέρα της και μόνον όταν κόπησαν από την κούραση, μπήκαν κάτω από την φλοκωτή την τσέργα, για να κοιμηθούν η μια στην αγκαλιά της αλληνής.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν