Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Αλλ' αφ' ης ώρας εβγήκεν από το χωρίον μία ραγδαιοτάτη βροχή δεν έκαμε διόλου διακοπήν έως το εσπέρας και, το χειρότερον, δεν υπήρχε κανέν χωρίον, όπου να μείνωσι την νύκτα οι στρατιώται και να λάβωσι τινά περιποίησιν διά το κρύος και τον κόπον.
Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το γαλανό σκοτάδι της βιολέττας στο χέρι του ξανθού Γεννάρη της Αθήνας. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν τα μύρα του δάσους των πεύκων μετά τη βροχή. Ακόμα λίγο — τελευταίοι στοχασμοί του ήλιου . . . Μη φεύγετε, χρώματα, χρώματα! Η στέγες σας χάνουν, απ' τον κάμπο φτερουγίσατε — η γαλανή βραδυνή σκιά σας ακολουθεί... Σταθήτε λίγο ψηλά.
Οι υποκριταί πάνε δίπλα με τα βαμμένα τους μούτρα και τις κουκούλες των από χρυσωμένο μολύβι. Μ' όλους τους ακατάπαυτους ανέμους, που τους παρασύρουν, οι λάγνοι μας κυττούν και βλέπομε τους αιρετικούς να ξεσχίζουν τις σάρκες τους και τους λαίμαργους να τους μαστιγώνη η βροχή.
Διώρισε λοιπόν εις τούτο τον Αλέξην Γαρδικιώτην Γρίβαν, όστις λαβών τριακοσίους περίπου στρατιώτας εκίνησεν ολίγον μετά την δύσιν του ηλίου προς την Δομπραίναν. Μόλις όμως εμβήκεν εις τον δρόμον και ήρχισε ραγδαιοτάτη βροχή, η οποία δεν άφησε να τελεσφορήση τούτο το επιχείρημα.
Αλλ' η βροχή εξηκολούθει να καταπίπτη ποταμηδόν, ώστε ευρισκόμεθα προ του φοβερού διλήμματος της ασφυξίας ή του πνιγμού. Επί πέντε όλας ώρας διήρκεσεν η αγωνία εκείνη, μέχρις ου εφάνη ημίν ότι διεκρίναμεν διά του παραθύρου ασθενές τι και παροδικόν σελάγισμα, ακτίνα ίσως σελήνης διακόψασαν το βαθύ σκότος.
Δεν έφυγες γαλήνιος, γελαστός, χλομός, πικρός μας άφησες, πονώντας, γυρεύοντας επήγες, λαχταρώντας. Στο μέτωπό σου γύρω αυτός ο πόνος αχνίζει πάντα ως σε θωρεί η ψυχή· και τώρα, εδώ στην κάμαρά μου μόνος, στο τζάμι ενώ θλιμμένα σπα η βροχή, σε βλέπω μια στιγμή περνάς, κοιτάζεις και φεύγεις, την ερμιά σα να τρομάζης.
Τώρα η καπότα μου έγεινε δυσκολόβρετη. Την είχε αποκάτω του το πεσμένο σαμάρι του μουλαριού. Τα χρειάστηκα τώρα. Έπλεγαν 'ςτο νερό τα ποδάρια μου, μ' έπνιγε η βροχή αποπάνου, μώμπαινε από την τραχηλιά μέσα κατάσαρκα η σταλαματιά της, μου μούσκεσε τα σκουτιά, μου πόντιαζε το κορμί κ' έπεφτε κάτου, 'ςτα λαγαρά και 'ςτα σκέλια. Βόηθαε κι ο άνεμος.
Το χαμογέλοιο της είναι λουλούδι που χρειάζεται μαλαματένια βροχή για ν' ανθίση. Σα να μου κάνης το διπλωμάτη, μα θαρρώ πως βρήκες το δάσκαλό σου.
Πού όμως τόπος για περίπατο εις την τρύπα όπου είμαστε στιβασμένοι ο ένας απάνω στον άλλο; Γιά να μην κόψω εις τους δικούς μου τον ύπνο, αφού τους ελιγόστεψα το ψωμί, επερίμενα να κοιμηθούν, κ' έπειτα εύγαινα να ξεθυμάνω εις τα ερημοτόπια τριγύρω της καλύβας μας. Ήταν Γεννάρης, κι' ούτε κρύο έννοιωνα ούτε βροχή ούτε κούρασι καμμιά, αφού εξενύκτιζα εις τα βουνά.
Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτην πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου. Ύστερα, σα πήρε ν' ανασταλάζη, φάνηκαν κ' οι αγωγιάτες. Πρόφτακαν αυτοί κ' έπιακαν τα μεγάλα κλαριά του λόγγου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν