Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Η δρόσος επεκάθητο άφθονος επί των θάμνων ως αδαμαντίνη βροχή, και εβράχησαν αι άκραι των ιματίων και των τριών γυναικών. Ανέβησαν ήδη εις τον λόφον. Έφεγγε καλά πλέον. Ευωδίαζεν ο τόπος. — Τι εύμορφα! είπεν η Δεσποινιώ, σταματήσασα και πνέουσα βαθέως το μεθυστικόν εκείνο άρωμα της πρωίας, σφόδρα ζωτικόν. — Και δεν ήθελες! διέκοψεν η Σοφούλα. Εξαίσιον ήτο το θέαμα.
Ούτε τρελλόν ούτε φρόνιμον δεν λυπάται ο καιρός απόψε. ΛΗΡ Πέφτε, βροχή! Χύνου, φωτιά! Αστροπελέκι, βρόντα! Συ αστραπή κι εσύ βροντή και συ ανεμοζάλη, δεν είσθε θυγατέρες μου. Με σας εγώ, Στοιχεία, εάν με κατατρέχετε παράπονον δεν έχω. Εις σας εγώ δεν έδωκα βασίλεια και θρόνον παιδιά δεν σας ωνόμασα· δεν μου χρωστάτε χάριν. Ελάτε, ξεθυμάνετε λοιπόν 'ς την κεφαλήν μου. Ιδού, διασκεδάσατε!
Αλλ' αχ! το αισθάνομαι· ο Θεός δεν δίνει βροχή και ήλιο στις ορμητικές παρακλήσεις και εκείνοι οι καιροί που με βασανίζει η ανάμνησί τους, γιατί άλλοτε ήταν τόσον ευτυχισμένοι παρά μόνο γιατί με υπομονή επερίμενα το πνεύμα του, με καρδιά γεμάτη απόκρυφη ευγνωμοσύνη, δεχόμουνα την ηδονή, που μου έδινε! 8 Νοεμβρίου. Με εμάλωσε για το παραστράτημά μου! αχ, με τόση ερασμιότητα!
Ειπέ του τα μονάχη σου κ' ιδέ πώς θα τα πάρη. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ 'Σ του ήλιου το βασίλευμα η γη δροσοσταλάζει· αλλά εις το βασίλευμα του υιού του αδελφού μου πέφτει βροχή με τα σωστά. Ποτάμι θα το κάμης; Ακόμη χύνεις δάκρυα; Αιώνια θα βρέχη; Το κάμνεις το κορμάκι σου συγχρόνως και καράβι και άνεμον και θάλασσαν. Τα δυο σου 'μάτια είναι η θάλασσα, με δάκρυα καταπλημμυρισμένη.
Ξεππέζεψα απ' το μουλάρι μου, έδωσα το καπίστρι του στον αγωγιάτη, και μουλάρι κι αγωγιάτης τράβηξαν μπροστά. Το μονοπάτι στένευε σαν κορδέλλα, σα σκοινί από κει και κάτω· φοβερό στεφάνι, θαμπή ψιλή και κρύα η χινοπωριάτικη βροχή, άπλονε ένα θεόρατο βαμβακένιο πέπλο ολόγυρά μου, π' ανάμεσά του έπλεε πιο άγρια και πιο τρομαχτική η φύση. Στρυμώχτηκα σε μια πέτρινη σπηλιά κι αγνάντευα.
Σαστισμένοι μες τη φοβερή την ταραχή, σακατεμένοι από τω σκοπών απάνωθε της τάπιας το λιθοβόλημα τ' αδιάκοπο· άλλοι με τα κεφάλια τους σπασμένα, που έτρεχαν ζουμιά τα αίματα απάνω τους· άλλοι με τις πλάτες χαλασμένες από τις πέτρες τις βαριές, που έπεφταν βροχή απάνωθέ τους· τρομαγμένοι όλοι φοβερά, που οι σκοποί έκραζαν όλη του κάστρου τη φρουρά. &Στα όπλα& και θενά πλάκωναν φουσάτα τόρα οι φαντάροι να τους λυσσάξουνε στο ξύλο λυσσαχτούς, όσους θα ξάνοιγε μες το προάβλιο ο Φρούραρχος· άπλωναν πέρα δώθε, σωστοί δαιμόνοι που ξέβρασε πάνω στη γη ο Άδης, κ' ετρύπωναν όλοι μες τα δωμάτια.
— «Ο βρεμμένος τη βροχή δεν την φοβάται». Μη χειρότερα, δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβε μετ' εγκαρτερήσεως ο γέρων ναυτικός. Την ιδίαν στιγμήν, ενώ μετά κόπου εξεκόλλων από την ιλύν κ' εστράγγιζαν τα ενδύματά των, ξηρός κρότος σκανδάλης υψουμένης ηκούσθη εκεί πλησίον.
Εκρύωνα, εστενοχωρούμην, η βροχή εξηκολούθει να κροταλίζη επί των σανίδων της στέγης, και το έξω βαθύ σκότος διέκοπτεν εκ διαλειμμάτων η ωχρότης αστραπής, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου, σειράς σταυρών και κορυφάς κυπαρίσσων. Και του καιρού όμως και του τόπου πενθιμώτερα ήσαν όσα ήρχισεν ο σύντροφός μου να με διηγήται. — Θυμάσαι, με είπε, πόσο ώμορφη ήτανε η γυναίκα μου;
Καταγανακτησμένοι όμως από την κακοπάθειαν και τον κόπον, εξεθύμαινον εις ύβρεις κατά του Καραϊσκάκη· αυτός όμως εφάνη πολύ περιποιητικώτερος και φιλοφρονέστερος εκείνην την νύκτα απ' ό, τι εκ φύσεως ήτον, και περιερχόμενος τας συνοικίας των στρατιωτών τους ενεθάρρυνε, φιλοφρονούμενος και δεξιούμενος αυτούς και παρακινών και συμπράττων εις το ν' ανάψωσι φωτίας· ώστε η κατ' αυτού αγανάκτησις εξαλείφθη διόλου, και αφ' ού μάλιστα έπαυσεν η βροχή και άναψαν τας φωτίας, απέδωκαν την αιτίαν όπου φυσικά ανήκε να την αποδώσωσιν, εις την αχρειότητα του καιρού.
Σταματήσαμε μπροστά στην καλύβα αποσταμένοι. Ωραία χειμωνιάτικη βραδιά. Η βροχή μας έλουσε όλη την ημέρα. Ο ουρανός απλόνουνταν απάνω από τα δίχως φύλλα κλαδιά των παμπάλαιων δέντρων μ' ένα κρούσταλλο διάφανο, βαμμένο σ' ανοιχτό μπλε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν