Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . . Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της.

Τρόμος και φρίκη τους είχε κυριέψει, σαν να την αισθάνονταν έτοιμη να ξεσπάση και εναντίον τους, αν ποτέ εφέρνονταν όπως ο καπετάνιος εκείνος. Και όταν ακούστηκε η καμπάνα της βάρκας, εσηκώθηκε καθένας κ' επήγε να πιάση τη δουλειά του, δίχως χωρατά και πειράγματα όπως άλλοτε.

Από εκεί πάνω, ναι, ο Έφις έβλεπε το Βουνό του μακριά και πέρασε τη νύχτα με προσευχές, κάτω από το μαύρο σταυρό που έμοιαζε να ενώνει το γαλανό ουρανό με την γκρίζα γη. Την αυγή ακούστηκε μια μακρινή ψαλμωδία.

Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα κι' ήρθε ο παπάς, και κάθησε στην κορφή της στιας, κι' αφού τράβησε μια γερή ρακή με το παγούρι, κι' έπιε και τον καφέ, που του είχεν έτοιμο η γριά, και κύκλωσαν όλοι το καταφορτωμένο το τραπέζι από χριστουγεννιάτικα φαγητά, έβαλε το βλογητό: « Χριστέ ο Θεός ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν. » αλλά πριν τελειώση το βλογητό του, «μπουμ» ακούστηκε μια ντουφεκιά στην εξώθυρα. «Μπουμκι' άλλη μια.

Αφτός το χάρισε του Μόλου θυμητάρι, και πάλε αφτός ναν το φοράει το χάρισε του γιου του. 270 Τότε ο Δυσσιάς το φόρεσε και τούρθε στο κεφάλι. Έτσι λοιπόν σαν έβαλαν τα φοβερά άρματά τους, κινούνε, κι' άφηκαν εκεί των προεστών το πλήθος. Κι' απάς στο δρόμο η Αθηνά τους έστειλε μια λάκρα δεξά· μα το καλό πουλί μες στο βαθύ σκοτάδι 275 δεν τόδαν, μόνε λάλησε κι' ακούστηκε η φωνή του.

Και ανάμεσα στα κάπως βεβιασμένα γέλια της ντόνα Έστερ και τις διαμαρτυρίες της Νοέμι, που εκείνος την κρατούσε ακίνητη από τους ώμους, ακούστηκε ένα ηχηρό φιλί. «Πόσο είμαι ευχαριστημένος! Τώρα μπορώ να πεθάνω», σκαφτόταν ο Έφις κάτω από το χράμι, είχε όμως την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να φύγει, ότι δεν μπορούσε να βγει από εκείνο τον κύκλο των τοίχων που τον περιέβαλε.

Όξω οι πισκέφτες! όξω!.. Ο Βεργής πήγε να λιγοθυμήση που τάκουσε. Πώς ήθελε ο άμοιρος, νάταν αιώνας η στιγμή, να χορτάση την ακριβή του γυναικούλα! — Όξω οι πισκέφτες! όξω! όξω! ακούστηκε άγρια τόρα του φύλακα η φωνή. Ο Βεργής εχλώμιασε πλιότερο. Δάκρυ πικρό θόλωσε υγρά τα ματόκλαδά του κ' εκύλησε κάτω.

Όταν ακούστηκε πως ο Γιάννης ο Αγάλλος, το αρνάκι του Θεού, που δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, έκανε φονικόκαι τι φονικό! — όλος ο κόσμος έκανε το σταυρό του με τα δυο του χέρια. «Τι τα θέλεις; μου είπε, στο δρόμο που με συνέτυχε ο Παπα-Σωφρόνης, ανοίγοντας τα μικρά του ματάκια, και σουφρώνοντας το μεγάλο του στόμα. Μεγάλο λόγο δεν πρέπει να πη άνθρωπος.

Μα άξαφνα αντάρα ακούστηκε κι' αχός στο καστροπόρτι 573 που τους χτυπούσαν τα πυργιά.

Ο γυιός της ο μεγάλος, από τριάντα χρόνια τώρα, είχε πάρη μαύρα πέλαγα. Άμορος είχε γείνη, και δεν ακούστηκε πλια. Ο άλλος, ο μικρός, ακουγόταν ακόμα κάποτε· ήτον στην Αμέρικα χρόνια, της έγραφε πως θάρθη, και δεν ερχότανε.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν