Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.

Αυτή η Μαχώ είχε διηγηθή άλλοτε εις τον υιόν της, τον Φάλκον, ότι είδε με τα μάτια της, ένα μεσημέρι, νεράιδες να χορεύουν, από το ύψος του Ερήμου Χωριού, όπου ευρίσκετο, μίαν φοράν, όταν ήτο μικρά κόρη ακόμη, καταντικρύ, επί της κρημνώδους ακτής του Κουρούπη.

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ήρχισε να βραδυάζη, κυρά μου· διότι το δάχτυλον της ώρας εγαργάλισε πλέον το μεσημέρι. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν με ξεφορτόνεσαι; Τι λογής άνθρωπος είσαι του λόγου σου; ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι, κυρά μου, ένας άνθρωπος, οπού ό Θεός τον έπλασε κατ' εικόνα του, διά να κάμη άδικον του εαυ- τού του. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλά και το λέγεις τω όντι!

Συχνά μέσ' 'ς το ηλιοστάλαμμα και μέσ' 'ς το μεσημέρι, Κι' όταν κοιμούνται τα νερά, και βγαίνουν η Νεράιδες Και συγκρατιούνται σε χορούς, τέτοια τραγούδια λέγουν. Όταν ισκιώνουν τα ζερβά και πέφτουν τα λιοπύρια, Και ροβολούν βελάζονταςτες μάντρες τα κοπάδια, Σουρίζοντάς τα ο νιος βοσκός, τέτοια τραγούδια λέγει.

Εξύπνησες 'ςτά χέρια μου... πού επλάγιασες για πες μου; — Θυμούμαι, μα σαν όνειρο. Μια μέρα εκυνηγούσα Με το μικρότερο αδερφό 'ςτής χώρας μας τα δάση. Το μεσημέρι επλάγιασα ς' ένα φτελιά από κάτου Κι' απ' τότες τώρα εξύπνησα 'ςτό κάστρο το δικό σου. Ποιος μ' έφερε; Πεντάμορφη, μην όνειρο είνε ακόμα;

Εάν έως το μεσημέρι επεριπατούσε, χωρίς να σταθή πουθενά, μόλις τότε θα έφθανεν εις το βουνόν, το οποίον τώρα, εις το γλυκοχάραγμα της αυγής, διέκρινε πολύ μακρυά εμπρός της, εκεί όπου ο ουρανός εφωτίζετο μ' ένα γλυκύ τριανταφυλλένιο χρώμα.

Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα. Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον έλεγε παπλωματά!

Θα ήμουν δέκα τεσσάρων περίπου ετών παιδί, όταν ήλθε κάποιος και ανήγγειλεν εις τον πατέρα μου ότι τον Μίδαν τον αμπελουργόν, υπηρέτην μας πολύ εύρωστον και εργατικόν, εδάγκωσε κατά το μεσημέρι μία έχιδνα και ότι ήδη είχεν αρχίσει να σήπεται το πόδι του.

Το μεσημέρι όλοι μαζεύτηκαν κάτω από το δέντρο, γύρω από τη φωτιά, και ο παπάς κάθισε στη μέση. Ο καιρός ξάνοιγε, μια χρυσή ηλιαχτίδα από το ζενίθ περνούσε μέσα από τα σύννεφα και έπεφτε κατ’ ευθείαν επάνω στο δέντρο όπου γινόταν το φαγοπότι.

Ο Βαγγέλης απεχώρησεν ήνοιξε την ιδίαν θύραν του, δύο πόρτες παραπέρα, κ' έμεινεν άγρυπνος, μονολογών, μορμυρίζων και σιγοτραγουδών, ως το πρωί. Είτα εκοιμήθη έως το μεσημέρι. Όταν εξύπνησεν ήκουσε την Κατερνιώ απ' έξω να διακωδωνίζη προς τας άλλας γειτονίσσας το συμβάν της νυκτός, ως κωδωνοφόρος αρετή, είδος κροταλίου.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν