United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τας ώρας της μοναξίας της νυκτός εκείνης, των ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών, έπλεον ως εν ονείρω εις άλλον κόσμον. Ήκουον ήχους, ψιθύρους και φωνάς.

Κει μέσα πάντα μοναχή στον πάτο σφαλισμένη, Από το φόβον άκοπα σκληρά βασανισμένη, Αν επιτύχαινε καιρό τη νύχτα να ημπορέση Σε φίλου, ή γνώριμου παλιού το σπίτι να χωρέση. Την συντροφία του εχαίρονταν στιμαίς με τρόμου ζάλη· Και κλειόνταν γλήγορ' άφαντη μες την κρυψιόνα πάλι. Αλλά μονάξιας ερημιά παρόμια να υπομένη Βαρέθηκε ως το ύστερον πολύ περιορισμένη.

Η ανοιξιάτικη αναστάτωσή της κάθε χρόνο δεν έπαυε με τον ερχομό του καλοκαιριού, αντίθετα κάθε μέρα και περισσότερο μια έντονη ανάγκη μοναξιάς την έσπρωχνε να κρύβεται για να παραδίνεται καλύτερα στο βάσανό της, όπως ένας άρρωστος που δεν ελπίζει πια να θεραπευθεί. Εκείνη την ημέρα ήταν μόνη.

Αφού εξήτασε μετά προσοχής η Αϊμά έκαστον των αγαλμάτων τούτων, δεν είχε πλέον ουδέ σκιάν φόβου εν τη διανοία, αλλά τουναντίον ησθάνετο τόσον θάρρος και οικειότητα, ώστε παρ' ολίγον θ' απέτεινε τον λόγον προς τα σιωπηλά ταύτα αγάλματα. Αλλ' είπε καθ' εαυτήν: «Κρίμα, όπου δεν μιλούνΕν τούτοις και σιωπώντα, ήσαν σύντροφοι της μοναξίας της, και δεν έπαυε να τα θαυμάζη.

Ίσως να είχε προμελετήσει την απόκρισιν ταύτην, κατά τας ώρας της μοναξιάς. Την νύκτα δεν επανήλθεν ο Βαγγέλης και καθ' όλην την επιούσαν, είτε ηρεύνα, είτε όχι διά να εύρη δωμάτιον, δεν εφάνη. Την εσπέραν, αφού ενύκτωσε, παρουσιάζεται έξαφνα μία γυνή, άγνωστος εις τους εν τη οικία, ευρίσκει την σπιτονοικοκυράν και την κόρην της εν υπαίθρω εις την αυλήν και λέγει «καλησπέρα».

Μετά τας ημέρας ταύτας της αγάπης και της αδιαλείπτου εργασίας, ο Ιησούς, ως εσυνήθιζεν, εύρε την ειρήνην εν τη προσευχή. «Εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι», και διήγαγεν όλην την νύκτα εν προσευχή τω Θεώ. Υπάρχει τι το αμέτρως τρυφερόν και συγκινητικόν εν τη σκέψει των ωρών εκείνης της μοναξίας.

Οι Ευαγγελισταί διηγούνται ουχί άπαξ, ότι τοσούτοι ήρχοντο και απήρχοντο, ώστε δεν έμενε καιρός «ουδέ δειπνήσαι». Δι' Εαυτόν εφαίνετο μη ζητών άλλην αναψυχήν ειμή τας ησύχους ώρας της νυκτός, οπότε συχνά απεχώρει ίνα προσευχηθή εις τον ουράνιον Πατέρα Του εν μέσω της μοναξίας του όρους την οποίαν τόσον ηγάπα. Ήτο δε η ζωή Του και ζωή υγιείας.

Έπειτα η Αϊμά, κατά τας μακράς εκείνας ώρας της αυχμηράς μοναξιάς, ας διήγεν εν τη ειρκτή, έμελλε να εύρη έργον και ψυχαγωγίαν τινά εις την προσπάθειαν ταύτην. Απήντησε λοιπόν εις την ερώτησιν του Τρέκλα·Ειπέ του Μάχτου ότι είμαι καλά, και τον περιμένω. — Άλλο τίποτε; — Και ότι το γράμμα του δεν το διάβασα ακόμα. — Καλά. — Και τον ευχαριστώ. — Πολύ καλά, είπε μορφάσας ο Τρέκλας.

Εκείνη τη μέρα οι αναμνήσεις τής έκαναν κακό. Η απομάκρυνση των αδερφάδων της και ένας ενστικτώδης φόβος μοναξιάς την έφερναν πίσω στο παρελθόν. Το πορτοΚαλί φως του δειλινού, το Βουνό σκεπασμένο με μαβιά πέπλα, η μυρωδιά του απογεύματος, όλα οδηγούσαν την ψυχή της είκοσι χρόνια πριν.

Τότε κόπωσις και ανάγκη μοναξίας και ύπνου φαίνεται ότι κατέλαβε τον Κύριον, ήτις ίσως επεταχύνθη εκ της προσπαθείας της μητρός Του και των οικείων Του να έλθωσι προς Αυτόν, μη δυνηθέντες να πλησιάσωσιν εκ του συνωθισμού του πλήθους. Ο Κύριος επί μάλλον ησθάνθη τότε την ανάγκην της μονώσεως. Αφού απέπεμψε το πλήθος, οι μαθηταί τον επεβίβασαν «ως είχεν» εις το πλοίον.