Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Δεν ξεύρω αν θα μείνωμε και άλλην μίαν βραδειά εις το βουνό να ξενυχτίσωμεν. — Και εις αυτό το μέρος λέγουν πως είνε λύκοι. — Λύκοι! είπε μετά τρόμου η Αϊμά. — Σου λέγω, ο δρόμος μας είνε χαμένος, επανέλαβεν ο Γύφτος. — Και τώρα τι να κάμωμεν; είπεν η Αϊμά συνάπτουσα τας χείρας. Ο Γύφτος περιέβλεψεν εισέτι επί τινα χρόνον εξετάζων τα πέριξ, περιήλθε το μέρος, και επέστρεψε προς την Αϊμάν.

Τότε πρέπει να μ' είπης... — Τι; — Να μ' είπης και από πόσα. — Συ προσδιόρισε την πληρωμήν. — Όχι την πληρωμήν, να μ' είπης από πόσα σου χρειάζονται από κάθε είδος. Ο Γύφτος ησθάνετο στενοχωρίαν διότι τον εβίαζεν ο ξένος, να ομιλή παραπολλά. Από μακρού ήδη χρόνου δεν είχεν εκπέμψει τόσους φθόγγους ανθρωπίνους εκ του λάρυγγος.

Λοιπόν αυτός είνε ο λόγος, οπού επιθυμεί την συναναστροφήν των μικρών ανθρώπων. Διότι όλοι τον αποφεύγουν, ως να είνε λωβιασμένος. — Δεν υποφέρεται αυτό, είπεν ο Γύφτος. — Εννοώ διατί αναστενάζεις, μάστορη, είπεν ο ξένος. Σου επροξένησα λύπην. Σε έκαμα ίσως να ενθυμηθής τους ιδικούς σου καϋμούς και τα βάσανα. — Εγώ; — Βέβαια. Διότι και η φυλή σας υποφέρει τα ίδια. — Ποία φυλή;

Ξεύρεις, μάστορη, οπού μου έρχεται μία ιδέα; είπεν ο ξένος αλλάξας τόνον. — Τι πράγμα; Όταν δύο είνε ομοιοπαθείς, καθώς ελέγαμεν, δεν παρηγορούνται ευκόλως; — Δεν ειξεύρω τι θέλεις να πης, εμορμύρισεν ο Γύφτος. — Λέγω, όταν δύο άνθρωποι έχουν ένα κοινόν πάθος, μίαν θλίψιν, ήτις να είνε και εις τους δύο ομοία, τότε με την συναναστροφήν ο ένας παρηγορεί τον άλλον. — Ε, ύστερα;

— Η φυλή των Αθιγγάνων, είπεν ο ξένος. Δεν είνε αλήθεια ότι σας μισεί ο κόσμος; — Αλήθεια είνε, είπεν εν αμηχανία ο Γύφτος. — Και χωρίς καμμίαν αιτίαν... — Χωρίς αιτίαν βέβαια. — Διότι τι κακόν κάμνετε; Σεις είσθε τίμιοι, εργατικοί. Κανένα δεν πειράζετε. Κυττάζετε την δουλειά σας. — Ναι, έτσι είνε, εψιθύρισεν αμηχανών ο Γύφτος. Χμου!... Γρου!...

Οπού θα πη απ' αυτόν εξαρτώνται οι νόμοι και οι προφήται. Λοιπόν ερωτάς ύστερα πού ευρίσκει τα χρήματα; Ο κύριός μου έχει χιλιάδαις χιλιάδων φλωρίων εις την διάθεσίν του. — Μεγάλο πράγμα αυτό, είπεν ο Γύφτος στενάζων. — Και δι' αυτό ο κόσμος δεν έχει άδικον να τον λέγη μάγον. Περισσότερον από τα άλλα όλα, τούτο μου φαίνεται να τον κάμνη μάγον. Διότι είνε άπορον πού τα ευρίσκει τα χρήματα.

Περιέφερε και αύθις το βλέμμα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο εισέτι η Αϊμά. — Πώς βιάζεσαι τόσον, είπεν ο Γύφτος. Δεν θα σε φιλεύσωμεν κάτι; — Ευχαριστώ. — Ύπαγε, μωρή, να φέρης την φιάλην με το κρασί να κεράσωμεν τον μουστερήν, είπεν ο Γύφτος προς την γυναίκα του. Αλλ' ας είνε, κάθισε, πηγαίνω εγώ.

Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα;

Κάμε μου τότε από μίαν δωδεκάδα από όλα, είπεν ο ξένος. — Από τα χονδρά, ναι. Μα από τα ψιλά; — Τα ψιλά πώς λογαριάζονται, με το καντάρι; — Με το κοντάρι. — Κάμε λοιπόν από ένα καντάρι. — Πάγει καλά. Και πότε τα θέλεις; — Οπόταν ειμπορέσης, είπεν ο ξένος. — Και την πληρωμήν; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Την πληρωμήν όρισέ την, απήντησεν ο ξένος.

Και έχει τόσα χαρίσματα! — Κ' εγώ τον λυπούμαι, είπε ψυχρώς ο Γύφτος, ως να έλεγε· Μοι είνε αδιάφορον. — Και δικαίως. Διότι είνε πολύ φιλάνθρωπος. — Σωστά, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και δεν λυπάται τα χρήματα, ούτε ως άμμον. — Το μεγαλείτερο αυτό είνε, είπεν ο Γύφτος, και ηκούσθη ο κρότος της γλώσσης επί των χειλέων του. — Και ειμπορεί να δώση πολλά, να κάμη έναν άνθρωπον πλούσιον διά το τίποτε.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν