Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Παράξενος μουστερής! διενοήθη ο Γύφτος. — Εγώ θα είμαι εδώ σιμά, είπεν ο ξένος, και θα έρχωμαι να βλέπω πώς πάγει η εργασία. Πειράζει τούτο; — Όχι. — Και εν τω μεταξύ θα γνωρισθώμεν καλλίτερα. — Πιστεύω. Αφού είσαι τόσον καλοπληρωτής. — Έχω συνήθειαν να πληρόνω καλά, είπεν ο ξένος. Φρονώ ότι η εργασία πρέπει ν' ανταμείβηται.

Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν.

Επείσθης ότι σου θέλω το καλόν σου; — Με την ψυχήν μου, είπεν ο Γύφτος. — Και δεν δύναμαι να σου φέρω ποτέ δυστυχίαν; — Βέβαια. — Λοιπόν διστάζεις; — Όχι. — Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος χθες; — Ό,τι τον επρόσταζεν ο άρχων μου. — Ώστε ενόησες πολύ καλά; — Βέβαια. — Επανάλαβε ό,τι σοι είπε, διά να ίδω αν ενόησες.

Ο ξένος απήντησεν εις την τελευταίαν παρατήρησιν του Γύφτου. — Φτειάσε μου, όσα θέλεις, και βάλε τα δυνατά σου. — Όσα θέλω; — Βέβαια. — Μη τα έχης χαμένα; είπεν ο Γύφτος μη δυνηθείς να κρατηθή. — Διατί; είπεν ο ξένος, χωρίς να φανή δυσαρεστηθείς. — Οι μουστερήδες που κάμνουν παραγγελιαίς, ξεύρω 'γώ, εμυρμύρισεν ο Γύφτος, λέγουν σωστά πράγματα, πόσα τους χρειάζονται.

Ποιος σου το είπε; Ο Πρωτόγυφτος ηδύνατο εκ του διαλόγου τούτου να λάβη αφορμήν, όπως την ερωτήση πώς ευρέθη εκεί, και πώς κατώρθωσε να εξέλθη εκ του Μοναστηρίου, ακολουθήσασα τον άνθρωπον εκείνον. Αλλ' όμως δεν έπραξε τούτο. Ίσως επεθύμει ν' αποφύγη πάσαν αφορμήν προς εξήγησιν. Η Αϊμά τον ηρώτησε·Και ποιος ήτον; — Δεν τον γνωρίζω. Ο Γύφτος έλεγε την άλήθειαν.

Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;

Και αν αναπαύεται χωρίς να την αφήση; είπε φαιδρώς ο Πρωτόγυφτος. — Είσαι λοιπόν αναπαυμένος; — Τι θέλεις να σου πω; Δεν φθάνει ο νους μου μακρύτερα. — Αυτό που σου είπα εγώ, επανέλαβεν ο ξένος, δεν θα είνε διά ν' αφήσης την τέχνη σου. Θα είνε διά να γείνη κάτι καλόν διά σε, καθώς πιστεύω. Ο Γύφτος εσίγησεν. Ο ξένος επανέλαβε·

Ενταύθα ο Γύφτος έκαμεν άκων κίνημά τι της κεφαλής. — Ούτε τα τέκνα σου, επανέλαβεν εμφαντικώς ο άρχων, και δεν ψεύδομαι. Ούτε αυτή η ιδία θα πάθη τι. Ο Γύφτος εκάλυψε το πρόσωπον με τας δύο χείρας. — Τω όντι είσαι αξιολύπητος, είπεν ο άρχων. Αξιολύπητος όχι διότι επίκειται κατά σου δυστύχημα τι· περί τούτου ουδείς φόβος.

Και ο απλούς κόσμος, λησμονών επί στιγμήν το αίμα το οποίον έχυσεν ο φοβερός ληστής μετά τόσης σκληρότητος, θαυμάζει την περιφρόνησίν του προς τον θάνατον και εις τα χείλη του ίσως έρχεται κανέν εκ των πολλών ασμάτων, δι' ων η λαϊκή μούσα απηθανάτισε τους μεγάλους ληστάς του παρελθόντος: Γόνα με γόνα κάθεται ο Καναδός κι' ο Γύφτος...

Τι άλλο θέλεις να είνε; απήντησεν ο ξένος. — Δεν ειμπορώ να καταλάβω απ' αυτά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Και ποίος ειμπορεί να καταλάβη; — Είνε άλλοι οπού καταλαβαίνουν. — Δεν βαρύνεσαι! — Λοιπόν ουδέ συ δεν ειξεύρεις τίποτε; — Τι ειμπορώ να ειξεύρω; — Αφού είσαι μέσα. — Πού μέσα; — Μέσα στα πράγματα. — Ε, απ' έξω απ' έξω. — Πώς απ' έξω; — Δεν ειξεύρω τα μυστικά. — Διατί; — Δεν μ' εμβάζουν μέσα.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν