United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου, κ' εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον . . . Και τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, και τώρα ήτο πενηνταπέντε.

Την επιούσαν ο Θωμάς ευρίσκετο εις την αυτήν θέσιν και εξηκολούθει να πλέκη. Αι ημέραι παρήρχοντο και έγιναν εβδομάδες, το δε τουρλωτόν φέσι του επιφόβου γέροντος εφαίνετο καρφωμένον εκεί, όπως τα φόβητρα τα οποία απομακρύνουν από τους λαχανοκήπους τα πτηνά και τα ζώα. Και την Πηγήν σπανίως και μακρόθεν έβλεπεν, εις το παράθυρον και όταν μετέβαινεν εις την βρύσιν ή τον εσπερινόν.

Το γράμμα αυτό το φύλαγε μέσα στο νυφικό της το φέσι με τα τέλια τα χρυσά, και κάθε φορά που ήκουεν ότι η τάδε έλαβε γράμμα από τον άντρα της, έβγαζε κι' αυτή από τη χιλιοπλουμισμένη κασσέλλα της το γράμμα αυτό και πήγαινε στον παπά να της το διαβάση.

Αυτά τα δύο πράμματα: το γράμμα και το φέσι είταν τα μόνα με την κασσέλλα, που πρωτοσκέφτηκε η Κώσταινα να γλυτώση στην επανάσταση του 1854, τότε που τα σπίτια μαζύ με το βιο όλου του χωριού έγειναν φλόγες.

Ίσως ενθυμείτο την προ ολίγων χρόνων τερπνήν και ευάρεστον και ζηλεμμένην θέσιν του, όταν ήτο γαμβρός ωραίος και περιζήτητος, με μακρυά φούντα, με γλυκά μάτια, με φέσι ψηλό, μεγάλο και κατακόκκινο, που να το φορή στραβά ως το αυτί.

Απηύθυνε δε προς τον Μανώλην λέξεις τινάς, αλλ' ενώ ελάλει, το τουρλωτόν του φέσι ανηρπάγη υπό κλάδου και έμεινε κρεμάμενον, ως κώδων, επί της οδού. Το θέαμα εφάνη πολύ αστείον εις τον Μανώλην, όστις ήρχισε να γελά.

Ήτο κατακόκκινος, εκράτει το φέσι του εις την μίαν χείρα και με την άλλην έτριβε την κάθυγρον έτι κόμην του. Προφανώς αυτός έφερε την αγγελίαν, κατά συνέπειαν της οποίας ανεχωρούμεν. Οι ημίσεις περίπου του σώματος είχον κινήσει προπορευόμενοι, οι λοιποί επερίμενον τας διαταγάς του αρχηγού περί τον μύλον. Επλησίαζα, ότε ο αρχηγός ηγέρθη.

Τον Μανώλη παρηγόρει η ιδέα ότι τώρα τουλάχιστον θα κατώρθωνε να βλέπη την Πηγήν, ήτις παρέμενεν εις το σπίτι εργαζομένη προς συμπλήρωσιν των προικιών της. Αλλ' ελογάριαζε χωρίς τον γέροντα με το τουρλωτό φέσι. Μιαν ημέραν, υποκλέψας ολίγας στιγμάς εκ της εργασίας του, έτρεξεν εις την οικίαν του Θωμά, όπου εύρε την Πηγήν υφαίνουσαν. Η κόρη εστράφη και τον υπεδέχθη με ακτινοβόλημα χαράς.

Ο δε Σαϊτονικολής ελκύσας διά της σκαπάνης του τον κλάδον εξεκρέμασε το φέσι και έτρεξε να το δώση εις τον γέροντα, όστις μη δυνηθείς να σταματήση εγκαίρως τον όνον του είχε προχωρήσει με την κεφαλήν ασκεπή. Μετ' ολίγον αγέλη κτηνών επεχωθούσα τους εχώρισεν. Ο Σαϊτονικολής έμεινεν ολίγα βήματα οπίσω μετά της Πηγής, προς την οποίαν είπε: — Καλορίζικα κιόλας, Πηγιό.

Από την δωδεκάδα μόνον ο μπάρμπα Χρήστος με το ψηλό φέσι, το όρθιον, έψαχνε τόση ώρα να εύρη την σακκούλα του μέσατον κόρφο του, κι' εγώ για να μη περιμένω τον άφησα. Ο καϊριστής πάλιν εκείνος μου πήρε ένα σφάντσικο, αντί να μου ρίξη. Γιατί αυτός δύο φοραίς τον χρόνον έμβαινετην εκκλησίαν, και δεν εγνώριζε τι κάμνουν και πώς φέρονται οι χριστιανοί.